United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θεός της αγάπης δυνατώτατος· υγιός τον Άρη και της Αφροδίτης θεάς της ωμορφιάς. επαρασταίνονταν σα γυμνό παιδί με τα μάτια δεμένα, με φτερούδες, και αματομένο με δοξάρι και σαγίταις. Κ ρ ό ν ο ς Υγιός του Ουρανού και της Γης· άρπαξε το θρόνο του πατέρα του και τον έδιοξε κόφτοντάς του τα αιδοία με το δρεπάνι. έπαθεν ύστερα τα ίδια από τον υγιό του Δία. Είχε για γυναίκα του την αδερφή του Ρέα.

Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος 370 ο αδερφός του απ' άλληνε μητέρα και μαζί τους ο Πάντης με το λυγιστό του Τέφκρου πάει δοξάρι.

Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του. 260 Κατόπι παν τ' Ατρέα οι γιοί, Μενέλας κι' Αγαμέμνος, κατόπι οι Αίιδες οι διο, γιομάτοι αντριά και θάρρος, κατόπι ο άξιος Δομενιάς μαζί με το Μηριόνη το σύντροφό του, ισότιμο του θνητοφάγου τ' Άρη· Βρύπυγλος κατόπι, γιος καμαρωτός του Βαίμου. 265 Έννατος πήγε, λυγιστό τεντώνοντας δοξάρι, ο Τέφκρος, και σταμάτησε πισάσπιδα του Αία.

Κι' έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα και τραβούσε· την κόρδα αγγίζει στο βυζί, τ' αγκύλι στο δοξάρι. Και τέλος πια σαν τέντωσε το λυγιστό δοξάρι, σφύριξε τ' όπλο... η κόρδα αψά βογγάει... πηδά η σαΐτα... 125 γοργόσταλτη, μες στο σωρό να πέσει λαχταρώντας. Μονάχα δε σε ξέχασαν, Μενέλα, μήτε εσένα οι τρισμακάριστοι θεοί, κι' η Αθηνά πιο πρώτη, που μπήκε ομπρός και σούδιωξε την άχαρη σαΐτα.

Έτσι τ' αφήκα, κι' ήρθα εδώ πεζός, κι' απ' το δοξάρι όλπιζα· μα από 'φτό καλό τα μάτια μου δεν είδαν. 205 Σε διο απ' τους πρώτους έρηξα ως τώρα, στο Διομήδη και το Μενέλα, και τους διο τους βρήκα, κι' αίμα μάβρο τους έβγαλα, μα πιο πολύ τους πύρωσα μονάχα.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Τότε από την χαράν μου εξύπνησα και ευθύς έσκαψα και εύρον τις σαΐτες και το δοξάρι, τας οποίας έρριψα εις το άγαλμα· και με την τρίτην το εγκρέμνισα εις την θάλασσαν, το δε άλογον έπεσε προς το μέρος μου.

Τι όσο μου κάνεις ημπορείς απ' άλλον να το πάθης, Κι' η σαγιτιαίς του πόσο καιν με βλάβη σου να μάθης· Αχ! να 'ξερες, και να' λεγες τι θελά ειπή ο Έρως· Τ' ανίκητο δοξάρι του· και πιο πληγόνει μέρος! Αφού για σε μ' ελάβοσε ανάπαψι δεν έχω, Και με κατάντησε ζουρλόν να περπατώ να τρέχω. Μερόνυχτα οχ τα μάτια μου δε σταματάει το δάκρυ, Και κολυμπώ σε πέλαγο με δίχως πάτο κι' άκρη.

Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος 210 να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.

Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα.