United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!... Όμορφη αυγούλα γύρω της.

Επέρασα καλά τον ΚαβακάρσοΜάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της· άφησα βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνη τα φρύδια του.

Να θυμάσαι μια άχαρη κοπελιά, που σαγάπα και θα πάρη την αγάπη της και στον άλλον κόσμο. Γιαυτή μου την αγάπη δε θέλω και νάρχεσαι κοντά μου. Να περνάς πότε πότε να σε θωρώ απ' αλάργο, ναι· και μόνο τσι μέρες που θα πας στη χώρα νάρθης να μαποχαιρετήξης. Ποιος κατέει α θα ξαναδωθούμε;

Ήταν στον τόπο τους καθηγητές κ' ήρθαν εδώ για να πλουτίσουν τις γνώσες τους. Ήθελαν να ποτισθούν από της σοφίας την πηγή, όπως έλεγαν. Τέτοιοι έρχονταν συχνά στο σπίτι του νέου Ευμορφόπουλου και η ζωή του ως σήμερα πέρασε μαζί τους. Ζωή άχαρη αληθινά μα σημαντική κι αλησμόνητη σ' εκείνον και στη γενιά του.

Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

Κι' αντίς να σε στερεύομαι, και ν' απερνώ τους χρόνους Σα σε ζυντάνι σκοτεινό με πάθια και με πόνους. Την άχαρη μου αναπνοή δε μ' εμποδάει να σβύσω, Και οχ τα μελλούμενα πικρά και θλίψες μου να γλύσω. Τι θέλα ειπή ένας θάνατος κοντά σε χίλιους άλλους. Στου χωρισμού σου της στιμαίς θανάτους πλιο μεγάλους.

Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!

Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.

Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. Κοιμητήριο της Αγιά Μαρίνας. Νύχτα. ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ. Και που να βρη μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν πού είνε ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε!

« Το ξεύρω ότι Σ' έβρισα » Και ότι τ' όνομά Σου. » Πανάγιε, το 'πάτησα » Μετανοιωμένος τώρα «'Βρίσκομ' εδώτην Κόλασι. » Την άχαρη τη χώρα. » Συχώρησέ με!. . . Έσπλαχνος «'Σ τα κλαϋματά μου στάσου