United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα έχετε υγείαν, και κοντάτο μεσονύκτι θε να σας ανταμώσω εκείτον προμαχώνα. ΟΛΟΙ Τα χρέη μαςτην Υψηλότητά σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αγάπην θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας. Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου!

Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλόΝόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.

Κ' η μαμά του έλεγε πως δεν έπρεπε να τον μέλη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια και πως δεν είναι καθόλου κωμικό ναγαπά τη Μάρθα, αδιάφορα αν είναι μικρός ή μεγάλος. Έτσι ησύχαζε ο Σβεν και δεν άφινε να θολώνεται περσότερο η ευτυχία του. Είτανε τόσο σοβαρός μέσα στη χαρά του, ώστε δεν εννοούσε πώς είτανε δυνατό ναστειεύεται κανείς για ένα τέτοιο πράμα και γι' αυτό δεν το κρατούσε μυστικό.

Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη!

Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια. — Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν. Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση. — Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. — Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.

Μα εφτύς το χαραμέρι μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους, κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε. 15 Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες. 18

ΕΔΓΑΡ Τον είδα χθες βράδυ. ΕΔΜ. Του μίλησες; ΕΔΓΑΡ Συνωμιλούσαμεν δύο ώραις. ΕΔΜ. Εχωρισθήκατε αγαπημένοι; Δεν σου έδειξε δυσαρέσκειαν, είτε με λόγια είτε με τον τρόπον του; ΕΔΓΑΡ Διόλου! ΕΔΜ. Συλλογίσου τι έκαμες να τον θυμώση. Το καλόν οπού σε θέλω, απόφευγέ τον, έως ου να κρυώση ο θυμός του. Τώρα είναι τόσον αναμμένος εναντίον σου, ώστε δεν θα τον ησύχαζε άλλο τι παρά να σ' έβλεπε να κακοπάθης.

Εγώ ονομάζομαι Δαρδανέ, και εγεννήθηκα εις την Δαμασκόν· ο πατέρας μου ήτον βεζύρης του βασιλέως που κατά το παρόν βασιλεύει, τον οποίον τον επωνόμαζαν Βεροούζ· αυτός εφθονήθη από εχθρούς, και έκαμαν τον βασιλέα και του εσήκωσε την αξίαν του, και ωσάν έμεινε χωρίς αξίαν, ετραβήχθη εις ένα σπήτι που είχε, και ησύχαζε.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης• ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη με σκληρά λόγια, καιαυτό κινεί και τους συντρόφους». 395

Κιο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή τον διαόλου. Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για ναύρη τρόπο να μαποσπάση από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινόντανε αρκετά. Μια μέρα μου λέει: — Τα ωζά μας είνε στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσης μάκιες μέρες, να δης πως διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσης και γαλατερά που ταγαπάς.