United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως και σε σένα συνέβη κάτι τέτοιο; Όχι, Λέαινα, είπε• εγεννήθηκα ομοία με σας τις άλλες• αλλ' ο χαρακτήρ μου και η επιθυμία μου και όλα μου τα άλλα είνε ανδρικά, Και σου αρκεί η επιθυμία; της είπα. Αν δεν πιστεύης Λέαινα, μου είπε, έλα εδώ και θα βεβαιωθής ότι δεν είμαι εις τίποτε κατωτέρα από τους άνδρες. Διότι έχω και κάτι αντί εκείνου που έχουν οι άνδρες. Αλλά έλα κοντά και θα δης.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξη ποιος σ’ έκαμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.

Εγώ ονομάζομαι Δαρδανέ, και εγεννήθηκα εις την Δαμασκόν· ο πατέρας μου ήτον βεζύρης του βασιλέως που κατά το παρόν βασιλεύει, τον οποίον τον επωνόμαζαν Βεροούζ· αυτός εφθονήθη από εχθρούς, και έκαμαν τον βασιλέα και του εσήκωσε την αξίαν του, και ωσάν έμεινε χωρίς αξίαν, ετραβήχθη εις ένα σπήτι που είχε, και ησύχαζε.

ΦΙΛ. Και πώς είνε δυνατόν, Θείε και ολύμπιε Μένιππε, εγώ, ο οποίος εγεννήθηκα από ανθρώπους και ζω επί της γης, να δυσπιστήσω προς άνδρα υπερνέφελον και, διά να είπω ως ο Όμηρος, ένα εκ των ουρανιώνων; Αλλ' αν θέλης, εξήγησέ μου κατά ποίον τρόπον ανέβης εκεί επάνω και πού ευρήκες σκάλαν τόσο μεγάλην.

Εγώ δε, μολονότι εγεννήθηκα ελευθέρα από ελευθέρους γονείς, εν τούτοις εις την Ελλάδα έφθασα δούλη, δοθείσα ως δώρον εις τον νησιώτην Νεοπτόλεμον, διαλεγμένη ως το καλλίτερον γέρας από όλα τα τρωικά λάφυρα. Τώρα κατοικώ εις τα γειτονικά πεδία της Φθίας και της πόλεως των Φαρσάλων, όπου η θαλασσία Θέτις κατώκει μαζί με τον Πηλέα φεύγουσα μακρυά από τους ανθρώπους.

Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.

Ω Φοίβε μου! μ' ευχάριστο τον κόπο στου παλατιού σου υπηρετώ τον τόπο, που κάθε μάντεμά σου βγαίνει, είν' η δουλειά μου δοξασμένη όπου δουλεύω τους θεούς αυτούς τους αθανάτους, κι' όχι τους θνητούς• κι' ούτε κουράζομαι, ούτ' αποκάνω, σε τέτοιον τιμημένο κόπο απάνω. Από το Φοίβο εγεννήθηκα εγώ, τροφήν αυτός μου δίνει, και τον ευλογώ.

Εκτός εις το χειρότερο, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. Γρ... — Και δουλεύεις μόνος σου; — Έχω τον Βούγκον και τον Μάχτον. — Ποίοι είν' αυτοί; — Είνε οι γυιοί μου. — Και πού ευρίσκονται; — Μέσα, είπε, δείξας την καλύβην. — Και κατοικείτε πάντοτε εδώ; — Ναι. — Είνε πολλά χρόνια; — Είνε καθώς εγεννήθηκα. Γκμρ... Ο ξένος, ενώ ελάλει, έρριπτε συνάμα λαθραία βλέμματα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο η Αϊμά.

Πάγει και αυτό, είπεν η σακκορράφα. Αλλ' εγώ δεν σαλεύω απ' εδώ. Είμαι πολύ λεπτή· αυτό δα είναι το προτέρημά μου και το καύχημά μου! Και εκάθητο εκεί υπερήφανα, και εσυλλογίζετο τα μεγαλεία της. — Αν μ' έλεγε κανείς ότι εγεννήθηκα από μίαν ακτίνα του ηλίου δεν θα μ' εφαίνετο παράξενον. Είμαι τόσον λεπτή! Και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι αι ακτίνες του ηλίου με αναζητούν πάντοτε εδώ κάτω.