United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και θέλετε, Τριστάνε, να ζητήσω εγώ από το Βασιληά να σε συχωρέση; Αλλ' αν ήξερε μοναχά, ότι ήρθα κάτω απ' αυτό το πεύκο, θάρριχνε αύριο τη στάχτη μου στους τέσσερες ανέμους!» Ο Τριστάνος είπε θρηνώντας: — Α! ωραίε θείε! λένε ότι «κανείς δεν είναι παληάνθρωπος, αν δεν κάνη παληανθρωπιές». Μα σε ποία καρδιά μπόρεσε να γεννηθή τέτοια υποψία!

Και άλλα φώτα γρήγορα· — 'ς τον τοίχον τα τραπέζια· κι ας σβύση πλέον η φωτιά· κάμνει μεγάλην ζέστην . Αι, θείε Καπουλέτε μου, κάθισ' εδώ κοντά μου· εκάμαμεν το χρέος μας ημείς εις τον καιρόν μας. Αφ' ότου εχορεύσαμεν ως πόσα χρόνια είναι; ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Μα τον σταυρόν, εξάδελφε, είναι τριάντα χρόνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι! Ολιγώτερον καλέ, 'λιγώτερον σου λέγω.

Θέλω ν' αρμενίσω στην άγνωστη θάλασσα... Θέλω να με πάνε τα κύματα μακρυά, μακρυά, καταμόναχο. Σε ποιον τόπο; δεν ξέρω, αλλά κει που ίσως θα βρω τη γιατρειά μου. Και ίσως μια μέρα θα σας υπηρετήσω ακόμη, ωραίε θείε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Παρακάλεσε τόσο θερμά, που στο τέλος ο Βασιληάς Μάρκος τούκανε το θέλημά του. Τον έφερε σε μια βάρκα δίχως πανιά και δίχως κουπιά.

Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.

Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη: — Ώρα καλή, θειε! — Πολλά τα έτη, κυρά! — Από την Ευρώπη έρχεσαι; — Όχι, κυρά, από το χωριό μου.

ΦΙΛ. Και πώς είνε δυνατόν, Θείε και ολύμπιε Μένιππε, εγώ, ο οποίος εγεννήθηκα από ανθρώπους και ζω επί της γης, να δυσπιστήσω προς άνδρα υπερνέφελον και, διά να είπω ως ο Όμηρος, ένα εκ των ουρανιώνων; Αλλ' αν θέλης, εξήγησέ μου κατά ποίον τρόπον ανέβης εκεί επάνω και πού ευρήκες σκάλαν τόσο μεγάλην.

Φανήτ' αυτοί που είσθε. ?, ω θείε μου καλέ, με τον εξάδελφόν μου, και υιόν σου τον ατρόμητον, αρχίζετε την μάχην. Eγώ κι' ο άξιος Μακδώφ ερχόμεθα κατόπιν, καθώς εσυμφωνήσαμεν την τάξιν του πολέμου. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ώρα καλή! Ο τύραννος ας έβγη αντικρύ μας, κι' αν δεν τον πολεμήσωμεν, η εντροπή 'δική μας, ΜΑΚΔΩΦ Εμπρός αι σάλπιγγες! Ας 'πούν το διαλάλημά των οι κήρυκες οι βροντεροί αιμάτων και θανάτων!

Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι. — Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε; — Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω. — Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις. — Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος. — Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη.

Τελειόν' η διασκέδασις, κ’ η συμφορά αρχίζει. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ακόμη δα, ω άρχοντες, μη φεύγετε ακόμη. Σταθήτε να δειπνήσετε· τώρα θα φέρουν κάτι. Τ' απεφασίσατε; Λοιπόν, υπόχρεώς σας είμαι, υπόχρεως εις όλους σας πολύ. Καλήν σας νύκτα! Φώτα εδώ! — Πηγαίνομεν κ' ημείς να κοιμηθούμεν. Μα την αλήθειαν, θείε μου, είναι πολύ εξώρας. Πηγαίνωτο κρεββάτι μου.