United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κεγώ πειθήνια έπινα κέτρωγα λογής λογιών αηδίες, για να γίνω το ταχύτερο καλά, να πάω στην Καλυβιανή. Βρεθήκαν όμως και γυναίκες, που όταν μείδαν στον παροξυσμό του πυρετού, αναγνώρισαν με πεποίθηση πως ήτο συνειθισμένος ρίγος. Η μάνα μου έκλινε να το πιστέψη, αλλά και δε μπορούσε να το παραδεχθή. Η φοβερή υποψία του κολλητικού κακού είχε καρφωθή στο κεφάλι της.

Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα. Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό.

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία ; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα, Το νερό αυτό διαβαίνει, Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε.

Δίχως τάχατε υποψία Εως τότε στο σκοπό μου Να 'χη φτόνου υπερβολή. Άντα ίδα αυτόν το φίλο, Απ' οργή πολλή και ζάλη, Εις την όψι να χαλνάη· Βλέπεις, μου είπε, αυτόν το σκύλλο Με τη μύτη τη μεγάλη, Που διαβαίνει, και γελάει; Είναι γείτονας δικός μου Τόσους χρόνους δεν τον ίδα Μιαν ημέρα, μια βραδιά, Σαν κάθ' άθρωπον του κόσμο Με παραμικρή φροντίδα, Με κακή ποτέ καρδιά.

ΡΕΓ. Βεβαίως κάτι έπαθετον δρόμον ο Οσβάλδος. ΕΔΜ. Κ’ εγώ το υποπτεύομαι. ΡΕΓ. Εδμόνδ' αγαπητέ μου, τι δι εσένα μελετώ να κάμω, το γνωρίζεις. 'Πε μου...αλλά ειλικρινώς, — ειπέ μου την αλήθειαν... Την αδελφήν μου αγαπάς; ΕΔΜ. Την αγαπώεντίμως. ΡΕΓ. Εκείνη σ' έδειξ' έρωτα ποτέ; ΕΔΜ Τι υποψία! ΡΕΓ. Σχέσιν δεν έλαβες μ’ αυτήν ερωτικήν; ΕΔΜ. Ποτέ μου! ΡΕΓ. Ω, την μισώ!

ΡΩΣ Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει; ΜΑΚΔΩΦ Και δεν τον βλέπεις; ΡΩΣ Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι; ΜΑΚΔΩΦ Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ! ΡΩΣ Ω Θεέ μου! Και τι καλόν επρόσμεναν; ΜΑΚΔΩΦ Άλλοι τους είχαν βάλλει. — Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ, κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι. ΡΩΣ Και τούτο παρά φύσιν!

Το πήρε απόφαση να κάμη απατός του την παίδεψη, μην τύχη και τα φέρη ο διάβολος και τους περάση υποψία τους δικούς του. Άλλη μια μπαλλοτέ το λοιπό, να σκεπάση την πρώτη. Το κακό έγινε που έγινε. Τώρα να καψομπαλωθή και να συχάση ο κόσμος. Δεν παραμόνεψε πολλή ώρα. Μπαμ! και κάτω ο ανυποψίαστος ο Χασάνης, ό,τι αποτέλειωσε το ναμάζι του και ξεκινούσε με το γαδούρι.

Δεξιά κάθηται άνθρωπος με πολύ μεγάλα ώτα σχεδόν όπως του Μίδου, ο οποίος εκτείνει την χείρα του προς την Διαβολήν ερχομένην προς αυτόν και ευρισκομένην ακόμη εις απόστασιν. Εκατέρωθεν αυτού στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, υποθέτω, και η Υποψία.

Αυτός και η κυρία Μαχαλά έγιναν στενοί φίλοι. Τόσο στενοί που δεν άργησε το σούσουρο τριγύρω στ' όνομά τους. Μάλιστα βρέθηκαν καναδυό στενές φίλες που την ρώτησαν στα σοβαρά. Και η κυρία Μαχαλά ρώτησε τότε στα σοβαρά τον εαυτό της: τον αγαπούσε τάχα τον αξιωματικό; Ήταν φιλία ή αίστημα μεταξύ τους; Πέρασαν μήνες από τότε που την έβαλαν σε υποψία οι φίλες της.

Αλλ' ο Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον.