United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εις τον ανεμοστρόβιλον επάνω καθισμένος, 'σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος, — ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρατους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους, — την φρίκην του ακούσματος θα την διασκορπίση με ήχον τόσον φοβερόντα 'μάτια των ανθρώπων, ώστ' ο αέρας θα πνιγή απ' το πολύ το δάκρυ!

την άγνοιαν μη μ' αφήσης να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση, τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα, 'πού σ' είδαμε κλεισμένοντην ανάπαυσίν σου, τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο, ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος, πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης, την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως τα εμπαίγματα , τόσο φρικτά να κλονισθούμε με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου; Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;

ΔΩΓΚΑΝ Αν ήτο τρόπος την ψυχήν το πρόσωπον να δείχνη! Είχατον άνθρωπον αυτόν τυφλήν εμπιστοσύνην ! ΔΩΓΚΑΝ Το είχα βάροςτην καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων, Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις, ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη, να σε προφθάση δεν 'μπορεί!

Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, όταν πρωτόσμιξαν κρυφάτου Ηφαίστου τον κοιτώνα. πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 ο Ήλιος, 'πουτον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντούτα κλινοπόδια• ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, 'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, 'που αυτήνόλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένοςτην Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».

Αλλά και εις τον θρόνο του ήμερος ήτο τόσον, εφάνη τόσον αγαθόςτην υψηλήν του θέσιν, ώστ' αι πολλαί του αρεταί τόσαι φωναί θα γείνουν, ωσάν αγγέλων σάλπιγγες, να καταμαρτυρήσουν ως έργον καταχθόνιον την εξολόθρευσίν του!

Ό,τι να πράξης θέλεις πρέπει να το πράξης όταν το θέλης· ότι αυτό το «θέλω» πάσχει μεταλλαγαίς, αναβολαίς κ' εμπόδια τόσα, όσα 'ναι χείλη, χέρια και συμβάντα εμπρός του· ώστ' εκείνο το «πρέπει» στεναγμόν ομοιάζει, 'πού με τα ανάσαμά του βλάπτει· αλλάτην ρίζαν της πληγής μας· ο Αμλέτος, βλέπεις, επανήλθε· συ τι θα επιχειρούσες διά να δείξης, όχι με λόγια, μ' έργα, 'πού 'σαι του πατρός σου γόνος;

ΒΑΓΚΟΣ Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν ακούσματα ευχάριστα; — Εσείς, σας εξορκίζω, αποκριθήτε! — Πλάσματα της φαντασίας είσθε, ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω; 'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον, και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας, ώστ' έμεινε εις έκστασιν.

Αλλά και μόνη της μούρθε η φοβερή υποψία. Τόσα μούχαν πη για την κολλητικότητα του χτικιού, ώστ' επόμενον ήτο, άμ' αρρώστησα και μάλιστα με πυρετό, να μου γεννηθή ο φόβος ότι κόλλησα την ασθένεια που λυόνει ζωντανούς τους ανθρώπους και τους κάνει πτώματα πριν ναποθάνουν.

Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ' εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου.

Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι, ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα. Τώρα με τούτοΛΑΕΡΤΗΣ Τι με τούτο, Κύριέ μου; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου; ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά, θωριά χωρίς καρδιά; ΛΑΕΡΤΗΣ Τι το ερωτάς;