United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για δαύτο και σαν αναπαύτηκε, την πρωτοχρονιά του 379, βγήκαν όλοι, Χριστιανοί, Εθνικοί, Εβραίοι, και συνόδεψαν το λείψανο. Και τέτοιο πλήθος μαζεύτηκε τότες, που σκοτώθηκαν κάμποσοι από το φοβερό το ζούληγμα, και τους μακάριζαν οι άλλοι, που πεθάνανε με τέτοιον άγιον άνθρωπο. Παρηγορητικό φαινόμενο για τη Ρωμιοσύνη οι μεγαλόψυχοι αυτοί Αρχηγοί της.

Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.

Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε. Πιπ.

Τότες γυρνώντας πάλε οι διο ξαναρχινούμε μάχη κιάς έχουμε καταδρομή, κι' έτσι ίσως ενωμένοι σώσουμε καν το λείψανο για το γοργό Αχιλέα απ' τους οχτρούς· τώρα άλλη πια παρηγοριά δεν έχει105 Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βαθιά, να! οι λόχοι φτάνουν των οχτρών κι' ο Έχτορας π' οδήγαε.

Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση.

Έμεινε ο Παυλής να τους κάμη συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νωνός να πη τα μαντάτα της μάννας, και να μην τον προσμένη. Την ανέβαινε ταποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστή τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τόμορφο το χωριό!

Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια Τα δυο χείλη λαγγαδιά. Το γλυκό χαμόγελό του Λίγο λίγο είχε σβυστή Και περνούντο μέτωπό του Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί. »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη

Ποιος τους τρελλάθηκε να τον καταδώση! Μια ώρα να γυρίση μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο Πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατά στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέββατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλικήπου σαν πλερωμένη μοιρολογούσε — η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές.

Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Του κάκου της έγραφε συβουλές από τα όρη ο Χρυσόστομος. Και λέγουν πως σαν απέθανε, βάλθηκε το λείψανο της σε κουτί και ρίχτηκε μες στη θάλασσαείταν η παραγγελία της αυτή —, κ' η θάλασσα το ξέβρασε κάπου, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα και το καταθέσανε στο ναό του Αγίου Θωμά. Ένα χρόνο ύστερ' από την εξορία του Χρυσοστόμου ξαναγίνουνται σεισμοί στην Κωσταντινούπολη.