United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι• του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395 χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει• κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. τότεαυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε• «Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400 και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης• αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα• και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405

Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.

Ακριβώς σαν το σαράκι, όλα τα έκανε εκείνος κρυφά. Ροκάνισε, ροκάνισε, ροκάνισε και τώρα γιατί απορούσε που όλα γύρω του έγιναν κομμάτια; Έπρεπε να φύγει∙ αυτό μόνο καταλάβαινε. Μια μικρή ελπίδα μόνο τον στήριζε ακόμη, όπως το κοτσάνι, χλωρό ακόμη, στήριζε το χλωμό πανσέ που εκείνος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τις δυστυχισμένες γυναίκες.

Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Όπου χλωρό λιβάδι, Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό Ποτέ μη γελαστήτε Να μου ξεχωριστήτε. Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά, Και δε με πιάστε σταθερά, Όσο να με γυρέψτε, Τον κόπο θα ξοδέψτε.

Ο άνδρας της ήλθε και μας έφερε δύο μεγάλα κομμάτια χλωρό τυρί, αλατισμένο. — Να, πάρε, τσούπα, για να φάτε αύριο, μου λέει. Το πουρνό, που θάχουμε σφαχτά στη σούβλα, περνάτ' απ' αυτού και σας φιλεύω καμμιά πλάτη. Εγώ έβγαλα κάτι πεντάραις που είχα, τα ρέστα από ένα σβάντσικο, που το είχα χαλάσει, και του είπα να κρατήση ό,τι θέλει για το τυρί.