United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες, με γιομάτη την καρδιά απ’ της συμφοράς τη νέα την τύχη, περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι όποιος λάχη ο νικητής που θα τους τύχη. Μα είν’ ελπίδα η νύχτα η σκότεινη να σώση απ’ τα ολόκλαυτα δεινά να με γλυτώση. Να, του στρατού ο κατάσκοπος, αν δε γαλιούμαι, κάποια καινούγιαν είδηση, φίλες, μας φέρνει με βία τ’ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του.

Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.

Γιατί αν μας έρθουν βολικά, ο θεός η αιτία, μ’ αν πάλιν, ο μη γένοιτο, κακό μας λάχη ένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη απ’ όλους μυριόστομα θα ’χη ν’ ακούη μοιρολόγια και θρήνους, π’ άμποτε ο διαφεντευτής ο Δίας την Καδμεία ’παυτά στ’ αλήθεια ας διαφεντεύη.

Και τους θεούς παρακαλώ να μη αναδώση βλαστόν η γη σ’ εκείνονε που δεν θα κάμη, όσα προστάζω° δέομαι στους θεούς ακόμη παιδί να μη του γεννηθή από τη γυναίκα μιά συμφορά χειρότερη απ’ αυτήν να λάχη. Κατάρα και στους ένοχους είτε πολλοί ’ναι είτ’ ένας° κακοθάνατος κακά να πάη.

Δεν θενά πάθη τίποτε, μόνο απ’ τας Θήβας μακριά θα φύγη απείραχτος ο δολοφόνος. Αν λάχη πάλι και κανείς σε σας γνωρίζη, πως είν’ αυτός που εσκότωσε τον βασιλέα απ’ άλλη χώρα μακρινήν, ας μη το κρύψη και πλούσια του υπόσχομαι θα τον αμείψω, χάρι γι’ αυτό παντοτεινή θα του χρωστάω.

Κι ανώφελα τόρα αγωνιούμαστε, και μάταια πολεμάμε να τόνε βγάλουμ' από ταγαρινά τα νύχια τους, να τόνε φέρουμε στη ζωή πάλι. Μόν' πρέπει να βιαστούμε, βλογημένοι μου, να τόνε βγάλουμ' αποδώ μέσα, και αναγκαστά πρέπει να τόνε χώσουμε μη λάχη και βρυκολακιάσει. Σ αφτά τα λόγια του παπά, κόβουν το αίμα τους οι χωριανοί και πα να χάσουν τον νου τους οι καψοχωριανές από τη λαχτάρα.

Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερόπλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα.

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμοιον έπαινο Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Της γκάβραις αρχινάει, Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.