United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντάζονται λοιπόν, πως αν ημπορούσαν να δυσφημήσουν τους φιλοσόφους ως αναξίους πάσης προσοχής και εκτιμήσεως, τότε αναμφισβητήτως και κατά την ιδέαν όλων εις αυτούς θα έμενεν ο στέφανος της σοφίας· και πιστεύουν μεν πράγματι ότι είναι σοφώτατοι, αλλά εις τας ιδιαιτέρας συζητήσεις, αν τύχη και τα φέρουν στενά, ισχυρίζονται ότι τους κόβουν τη φόρα τους άνθρωποι σαν τον Ευθύδημον· σοφοί ότι είναι, έχουν όλα τους τα δίκαια να το πιστεύουν· ολίγη φιλοσοφία, ολίγη πολιτική, το πράγμα έχει τον λόγον του· κατ' αυτόν τον τρόπον μετέχει κανείς και από τα δύο, όσον χρειάζεται, και έξω από τους κινδύνους και τους αγώνας απολαμβάνει τους καρπούς της σοφίας του.

Ο γενναίος Αγαθούλης ας τα ετοιμάση· η κυρία έχει χρυσαφικά και διαμάντια, ας ανεβούμε γρήγορα στ' άλογα, αν και δε μπορώ να κάτσω παρά στο ένα κωλομέρι, κι' ας το δίνομε για τα Γάδειρα. Κάμνει τον ωραιότερο καιρό του κόσμου κ' είναι πολύ ευχάριστο να ταξιδεύη κανείς με τη νυχτερινή δροσιά. Ευθύς ο Αγαθούλης σελλώνει τα τρία άλογα. Η Κυνεγόνδη, η γριά κι' αυτός κόβουν τριάντα μίλλια μονορούφι.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.

Οι Εβραίοι τότε βγάζουνε λόγο πως καίγεται η Μητρόπολη, κι άμα μαζώχτηκαν κάμποσοι Χριστιανοί κατά την εκκλησιά, τους περιζώνουν και τους κόβουν. Όρια δεν είχε τώρα η οργή του Κυρίλλου. Ξορίζει όλους τους Εβραίους από την Αλεξάντρεια, αφίνει τους δικούς του κι' αρπάζουν το έχει τους, και τον Ορέστη μήτε γυρίζει να τονέ δη.

Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρηκατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;