United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.

«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με• κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω, βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους. αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310 ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώτην πόλι, ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι. και θα 'φθανατα δώματα του θείου Οδυσσέα, ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης. και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315 τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα. κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα. ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδειτα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320 θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία, να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα, να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω, αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».

Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.

Και μίαν ημέραν ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν απολαμβάνω εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί χαίρονται οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που δεν τα βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα βλέπω· και δεν ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου.

Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.

Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε στην ορμητική πλημμύρα της.

Πότε σας είδε ο κόσμος;... Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα, Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια. Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια, Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια, Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται, Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Δυστυχισμένος είσαι που μ’ ονειδίζεις με τέτοια° θα σε ονειδίσουν αύριον εσένα όλοι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Άπαυτη τύφλα σε κρατεί και δεν κατέχεις ουδέ κ’ εμέ, ουδέ κι άλλονε θνητόν να βλάψης, απ’ όσους χαίρονται αγαθό το φως του ήλιου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια εγώ δεν ημπορώ να βλάψω εσένα, είν’ ο Απόλλων αρκετός για να το κάμη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο Κρέων να επινόησεν αυτά ή μονάχος εσύ;

Και στις πολιτείες που φαίνονται πως χαίρονται την ειρήνη κι' όπου οι τέχνες ανθούνε, οι άνθρωποι κατατρώγονται από περισσότερες επιθυμίες, φροντίδες κι' ανησυχίες, απ' όσα δοκιμάζει δεινά μια πολιορκημένη πολιτεία. Οι μυστικές λύπες είναι πολύ δριμύτερες από τα δημόσια δεινά. Μ' ένα λόγο, έχω τόσα ιδεί και τόσα υποφέρει, ώστε είμαι μανιχαίος. — Υπάρχουν ωστόσο και καλά, απαντούσε ο Αγαθούλης.

Σ' όλην όμως την ταραχήν, οπού βρίσκονταν, ήλεγε μέσα του πάλε, ιδές τι ευτυχισμένην ζωή χαίρονται τούτοι οι χωριάταις, απολαβαίνονν τ' αγαθά, οπού ο θεός εχάρισε του ανθρώπου, χωρίς να τους μέλη να ταξιδεύουν για να μάθουν πώς να κρίνουν την γλώσσαν, οπού ηξεύρουν. Σαν αποδείπνισαν, και εσηκώθηκε το τραπέζι, ο Γέροντας άναψε τη βέργα του τη συνηθισμένη, διορίζοντας να φέρουν και του ξένου.