United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέλει, εκεί μη γυρέβης τον παράδεισο, αν και φαίνεται παράδεισος να μην έχης έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο.

Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα. Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις.

Η Κυνεγόνδη πέθανε χωρίς άλλο! Δε μου μένει παρά να πεθάνω. Αχ πόσο θάτανε καλύτερα νάμενα στον παράδεισο του Ελδοράδο παρά να γυρίσω σ' αυτήν την καταραμένη Ευρώπη. Πόσο έχετε δίκιο, καλέ μου Μαρτίνε! Όλα είναι πλάνη και συφορά!

Εγελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο!

'Στον τόπο του κοινού Καθαρτηρίου εμάλλωναν με πείσμα μια ημέρα μία ψυχή πτωχού και μια πλουσίου κι' ο κόσμος εχαλούσε εκεί πέρα. Και είπε η πτωχή εις την πλουσία: «Παράδεισο ποτέ σου μην ελπίσης, κι' αν έως την δευτέρα παρουσία εδώ 'στο Πουργατόριο σαπίσης,

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σουτου ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.

&Τι έπαθε ο Αγαθούλης με τους Βουλγάρους.& Ο Αγαθούλης, διωγμένος από τον επίγειο παράδεισο, περπάτησε πολύν καιρό χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες.

Θα με ρωτήξης τώρα, γιατί σου τα είπα όλ' αυτά; Σου τα λέω, κυρ Λεφτέρη, για να μάθης από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση. Αυτός είναι ο &ίσιος& ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του, — η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά. Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο.

Είχε το θάρρος ο παπά Χαραλάμπης να κάμη δική του Κόλαση, και δικό του Παράδεισο! Πήγε να του κόψη τα γένεια ο Δεσπότης σαν το πρωτάκουσε! Μα έτρεξαν οι χωριανοί στου Δεσπότη και του είπαν πως τρελλός είναι, και να μην τονε συνοριστή. Κ' έτσι γλύτωσε. Άκουγέ τον: