Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Το ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές· τον πετούν έξω από την Κόλαση. — Αμ τόρα τι να κάμω; συλλογίζεται. Άξαφνα δεξιά βλέπει την Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λέγουν τα Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κ' έρημη. Κανένας δεν εζύγωνεν εκεί.
Περνάνε, φεύγουνε μακριά, Κι' ακούγονταν ακόμα Εκείνο το τραγούδι τους... 'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα, Σε λόγκο, λόγκο απέραστο. Εκεί το τέλος 'βρήκα Απ' τον Παράδεισο. Σιμά 'Σ της Κόλασις το χώμα . . . . Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος.
Αι ομήλικοι εθαύμαζον την «αρχοντιά και την καλοπιχεράδα της» και όταν επήγαινε προς συλλογήν χόρτων, συνωδεύετο υπό αυλής όλης θαυμαστριών, και επλανώντο επί ώρας εις τους αγρούς, άδουσαι και γελώσαι, διαμοίβουσαι αυτοσχέδια δίστιχα, ψεγαδιάζουσαι τους νέους, ή τας αντιζήλους των, ερωτώσαι τα λευκάνθεμα αν θα πήγαιναν εις την κόλαση ή στον παράδεισον: «Πάω στην πίσα, πάω στην παράδεισο», και ζητούσαι αισθηματικούς οιωνούς εις την πτήσιν των μικρών εντόμων, τα οποία απέλυον εις τον αέρα.
Έπρεπε λοιπόν να είναι έτσι εις τον κόσμον, ώστε ό,τι κάμνει την ευδαιμονίαν του ανθρώπου να γίνεται πάλιν πηγή της δυστυχίας του; Το μεστόν, θερμόν αίσθημα της καρδιάς μου προς την ζώσαν φύσιν, που με τόσην ηδονή με κατέκλυζε, που μου παρουσίαζε τον κόσμο γύρω σαν παράδεισο μου καθίσταται τώρα ανυπόφορος βασανιστής, ολέθριος δαίμων, που παντού με καταδιώκει.
— Σ' υγεία, κυρά! Να καλοδεχτής! Και χρόνους πολλούς σαν αύριο... είπε ο παπάς και τράβησε την πρώτη ρουφησιά. — Ευχαριστώ, δέσποτα μ', είπε η γριά ξέκαρδα, καλή ιερωσύνη και καλόν παράδεισο... Ο παπάς, μη γνωρίζοντας, πού ναποδώση τη στενοχώρια της γριάς, τη ρώτησε: — Τ' έπαθες κι' είσαι έτσι χολιασμένη; — Τι να μην είμαι, παπά μου! του απολογήθηκε η γριά. Το ξέρ'ς.
Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν!
« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »
— Εμάς τους δύο θέλουν και καλά να μας πάνε στον παράδεισο. — Γωύ! έκαμνεν αρνητικώς ο κύων. — Με το στανιό θέλουν να μας αγιάσουνε. — Γωύ! — Δεν μας σώνουν τα άλλα τα βάσανά μας, μας αφήνουν και νηστικούς. — Γαυ! έκαμεν ο κύων καταφατικώς. — Να είχα τουλάχιστον ένα κόκκαλο να σου ρίξω εσένα, και μένα δεν με μέλει, ειμπορώ να μείνω και νηστικός.
Πρέπει να φύγω, δεν έχω θέσιν εδώ χωρίς να καταστρέψω την ευτυχία του. Κολασμένοι σαν και μένα δεν έχουν θέσι εις τον Παράδεισο. Σε συγχαίρω παιδί μου Ετίμησες την πατρίδα... Ποιός είν' αυτός μητέρα που μ' έσφιξε με τόσο πάθος στην αγκάλη του; Ένας δυστυχής Παύλε που είχε κ' έχασε ένα παιδί σαν κ' εσένα. Αυλαία Ένα γράμμα προς την κ. Καλιρρ. Παρρέν. Αγαπητή Κυρία,
Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, — το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξαστούμε, και θα δη η «Εσπερία» τι μεγάλο έθνος γενήκαμε, και θα μας δώση την Πόλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν