Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.

Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.

Στους ίσκιους πέρα τους βαθιούς, μες τα πυκνά τα φύλλα σκεπασμένα, αθώρητα και μυστικά, ονειρεφτά και πολυζήλεφτα, είνε τα μαγικά λημέρια της αγάπης. Κάθε απόσπερο, που θα καλαψηφόση, προφυλαγμένος από κάθε μάτι προδοτικό, μες το βαρύ σκοτάδι τυλιγμένος, γλυστρά πάνω απ το λόγκο, περνά μέσα στους σύδεντρους τους κήπους, πηδάει τις ποριές ελαφρός σαν ίσκιωμα απονύχτερο.

Στου χωριού τα σύγυρα, στα παρακήπια πέρα, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, και από της Θειά-Χρηστίτσας το φτωχικό ξωμάχι ξέμακρα, ανάπλαγα στο λόγκο τον πυκνό, στη ρίζα μιανής φράχτης· αργό κι ανάριο, πουπουλένιο, σπιθωτό αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να στρώση απάνωθέ της πλάκα μαρμαρόχυτη, λεφκή σαν την αγγελική καθάρια την ψυχούλα της, που σε μια νύχτα σκοτεινή ήρθε να ιδή τον κόσμο, και σε μια νύχτα πάλι σκοτεινή, δίχως να ιδή το φως ούτε στιγμή, τον άφησε·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να κρύψη, να ζεστάνη μες τους κόρφους του, θερμότερους απ του πατέρα της την άσπλαχνην αγκάλη, τ' αθώο παγωμένο μνηματάκι της μικρούλας της νεκρής·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να χώση μες τα τρίσβαθα τα Τάρταρα, αβλόγητον και αβάφτιστον αμαρτωλόν καρπό, της αμαρτίας της διπλής, πατέρα δυο φορές αμαρτωλού, που από της μαβρομάνας την κοιλιά και την αγκάλη το άρπαξε, για να το βάλη το άφταιγο μωρό συζώντανο στη σπλαχνική την παραμάνα όλων μας. .

Πάνω απ το λόγκο τόρα ψηλά, ήρεμο, αργοκίνητο, μαγεμένο το φεγγάρι, έπαιρνε το νυχτερινό του δρόμο στους ουράνιους απάνω θόλους. Έστελνε συμπαθητικές τις ασημένιες ματιές του να φώτιση τα ερωτικά ζεβγάρια. Επερίχυνε και το μικρό το χωριδάκι με πλούσιους, ολόφωτους καταράχτες· με ολάργυρες γάζες νεραϊδοΰφαντες το σκέπαζε. Εφώτιζε αρμονικά τη μικρή πλατεία.

Έρχεται ο Τρύφος να θερμάνη το παγωμένο του κορμί, τον κουρασμένο νου του να δροσίση, μες την αφράτη αγκάλη της καλής του της πεντάμορφης. Τρώει, πίνει, καλοθερμαίνεται μαζί της. Πλαγιάζει μαγικά μες την ουράνια αγκάλη της και ξημερώνεται στο λόγκο πάλι το ταχύ. Και τρέχει ονειρεφτή και αδάκρυτη τρέχει η ζωή.

Κυνηγούσαμε τρεις μέρες μέσα στο λόγκο, αλλού τσαλαβουτώντας ως τη μέση μέσα στα νερά, κι αλλού πατώντας γερό χώμα, πάντα ακολουθώντας την ακρολιμνιά. Περάσαμε έτσι τρεις λόγκους ατέλειωτους και τρεις λίμνες μεγάλες, όταν φθάσαμε στην τέταρτη.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν