United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και υψώσασα την σκελετώδη χείρα της, τρέμουσαν, επέδειξεν εκείθεν τον μαύρον όγκον του μεγάρου της, βαρύν κ' επαχθή βράχον επάνω εις το στήθος της, κινδυνεύοντα να μεταβληθή εις φοβεράν επιτάφιον πλάκα. Ήτο παραμονή των Χριστουγέννων. Εξημέρωνεν η πλέον μεγάλη εορτή της εκκλησίας και η πλέον μεγάλη χαρά της οικογενείας.

Νυν δε αφόβως περιμένω την ημέραν της κρίσεως υπό καλλιμάρμαρον πλάκα όπου αι αρεταί μου είναι με χρυσά γράμματα κεχαραγμέναι»». Ούτω ωμίλησεν η αγία Ίδα· τοιαύτας φρονίμους συμβουλάς ψιθυρίζουσι και σήμερον εις το ους των θυγατέρων αι πολύπειροι μητέρες, εμπνέουσαι αυτώ σωτήριον προς τας αηδίας των μυθογράφων αποστροφήν.

Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο!

Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, είτανε για να γράψη στους δικούς του. Στην κάμαρά του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθή. Αυτή είταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήση λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμη το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο.

Ο Διονύσιος λοιπόν μαθών ότι εμπαίζεται, εφρόντισε διά πολλής δαπάνης ν' αγοράση την πλάκα εις την οποίαν ο Αισχύλος έγραφε, νομίζων ότι ούτω θα εγίνετο και αυτός μέγας ποιητής• αλλ' όμως έγραφε πολύ γελοιωδέστερα πράγματα εις την πλάκα εκείνην, όπως λόγου χάριν το εξής• «Ήλθεν, η Δωρίδιον η γυναίκα του Διονυσίου»• και τούτο• «Αλλοίμονον, πόσον χρησίμην γυναίκα απώλεσα». Από την πλάκα του Αισχύλου εξήλθε και το ακόλουθον «Αυτοί εαυτούς εμπαίζουν οι μωροί θνητοί».

Και πέταξα «'Σάν αστραπήτην Πλάκα. » Πιάνω καρτέρι των Τουρκών » Κ' ήθελα τους χαλάσει, «'Στο χέρι αν δεν πληγώνομαν, » Και μ' έφυγαντα δάση. » Φεύγω 'πό 'κεί και έφθασα «'Στο Σούλι μου, 'ς τη Λάκκα

Ω! χαίρετε, Πλακιώται, πανάρχαιοι ιππόται και Έλληνες σωστοί· ω! χαίρετε σεις μόνοι Κυδαθηναίων γόνοι και ευγενών βλαστοί. Η Πλάκα πάλαι ήτον εστία των χαρίτων και των ευπατριδών· 'στην Πλάκα μόνον είναι αι αληθείς Αθήναι των Πεισιτρατιδών. Εδώ η ανθηρότης, εδώ η κλασικότης των χρόνων των κλεινών· εδώ ο νους υψούται, κι' επάνω της ορθούται ο γίγας Παρθενών.

— Κ' εγώ, Γιάννο μου· μα πού νερό; — Θα πιω από 'δώ' είπε δεικνύων ένα λάκκον. — Όχι, δεν βλέπεις; Και η Μάρω έδειξε μεγάλην κατάμαυρην πλάκα, κειμένην κατάχαμα πλησίον αυτών. Επ' αυτής ήσαν χαραγμέναι με μεγάλα ευανάγνωστα στοιχεία λέξεις τινές, απαγορεύουσαι ρητώς την πόσιν του νερού των λάκκων.

Μα πάλι να μη ζη κανείς, ποτέ να μην πεινά, και άσπλαγχνα να τρώγεται υπό την κρύαν πλάκα, να μη γνωρίζη τις και πώς το έθνος κυβερνά, και ποιος θα έλθη βουλευτής από την Καλαμπάκα; Εν όσω είσαι ζωντανός, ναι μεν θα υποφέρης, μα της ζωής την ανοστιά τουλάχιστον την ξέρεις.

Δεν πρέπει δε και να λησμονώμεν ότι αντί ενός ανακαλυπτομένου τοιούτου φρικώδους δράματος, δέκα άλλα τουλάχιστον παρέρχονται απαρατήρητα υπό την πλάκα του τάφου.