United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ευθύς έκαμα να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις ένα μου μαγαζί, και την εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα λοιπόν να χαίρωμαι με τους φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου την περιουσίαν.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

Μόνον όταν εγκαθιδρύονται αι νέαι αρχαί, δύο τρεις μήνας φαίνεται ποιά τις δραστηριότης· ενοικιάζεται ένα μαγαζί ως δημαρχία προς εξόφλησιν των απαιτήσεων φίλου του κόμματος, τίθενται εντός αυτού κατασκονισμένα και σιτόβρωτά τινα έγγραφα, ένας γραμματεύςπολλάκις δύοκαι ούτω η δημαρχική μηχανή λειτουργεί.

Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.

Έτρωγε όξω, σ' ένα μαγαζί της Πλάκας μαζί με το Ντίνο. . . Η γριά η Χαρζανοπουλίνα του ζήταγε καθεμέρα το κλειδί για ναρχότανε με τις κόρες της να τούφτειαγνε το κρεββάτι του. . να του συγύριζε την καμαρούλα τον.

Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης. Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του.

Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του.

Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του. «Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….» «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί

Απ' τη μέρα του γάμου του, που πήγαιναν οχτώ μήνες τώρα, ο Νίκος ούτε παρέες πια στα Πατήσια και στο Μοσχάτο, ούτε πιοτί στα υπόγεια του Άι-Φίλιππα και της Πλάκας κοντά στα μεγάλα βαρέλια ταραδιαστά, με τους μεζέδες απάνω στο στράτσο απ’ το μπακάλη βουτηχτούς σταλατοπίπερο, ούτε μπιλιάρδο στον καφενέ. Τίποτα πια! Απ’ το μαγαζί και στο σπίτι.