United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

— Ε, αυτά 'χει ο κόσμος· του απαντούσε η κόρη, πραΰνοντας τον πόνο του· φορά σου και φορά μου. Σφαίρα είνε και γυρίζει. .. Ο Αριστόδημος όμως δεν έμενε διόλου ευχαριστημένος από τον αδερφό του· δεν τον ήθελε μεροκαματιστή και ξενοδούλη. Το να πηγαίνη μάλιστα να δουλεύη στου Θεομίσητου το χτήμα δεν το χώνευε. — Ακούς να καταντήση δούλος του δούλου του! έλεγε συχνά στην Ελπίδα.

Η Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον. Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη.

Αδύνατον δε ήτο να είνε τις άμα κοσμηκός και πνευματικός, να δουλεύη Θεώ και Μαμμωνά. Ει και ο Χριστός ωμίλει κυρίως προς τους Αποστόλους, των Φαρισαίων τινές φαίνεται ότι παρίσταντο και Τον ήκουσαν· και είνε χαρακτηριστικόν γεγονός ότι η διδασκαλία αύτη, υπέρ πάσαν άλλην, φαίνεται να εκίνησεν απροκαλύπτους τους χλευασμούς των.

Αυτός το εσήκωσε και το ερώτησεν αν έλαβε την τιμήν να δουλεύη τον Καλίφην. Ναι, αυθέντη· του απεκρίθη το σκλαβόπουλο· ο ίδιος Αυτοκράτωρ είνε εκείνος, τον οποίον εσύ εδεξιώθης εις το σπήτι σου, και του έκαμες τόσες χάρες, και εχάρισες και εμένα· έλα μαζί μου το λοιπόν, διότι ο Βασιλεύς είναι πολλά ανυπόμονος διά να σε ιδή.

Αγώνας είνε η ζωή· δουλειά σου και δουλειά μου. Όποιος μπορεί και δουλεύη περισσότερο εύγε του και τρισεύγε του. Δε φτονούσε κανένα· εκείνον ας τον φτονούνε οι άλλοι. Είνε κι ο φτόνος παίνια καμιά φορά. Άλλως τε τι βγαίνει με το φτόνο; Η δουλειά φαίνεται και στο τέλος αναγνωρίζεται από φίλους κι οχτρούς.

Δεν έσωνε ως τόσο μήτ' αυτή η αναποδιά να το σβύση το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κ' η χαρά του, ισκιωμένη θα πήτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπό του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν είταν και μικρό πράμα να δουλεύη τώρα για το καλό της μικρής.

Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.

Αυτά τα είπαμε κάπως περιστατωμένα για χάρη της Ινδικτιώνας , που και σαν έπαψε να δουλεύη για τη φορολογία, απόμεινε όμως μέτρημα επίσημο χρονολογικό από το Μεγάλο Κωσταντίνο ως την Άλωση. Κ' έτσι στα βασιλικά τα διατάγματα είχαμε πρώτη, δεύτερη, τρίτη, ως δεκάτη πέμτη «Ινδικτιώνος». Υπάρχει μάλιστα το σύστημ' αυτό ως τα σήμερα στα εκκλησιαστικά μας. Άρχιζε η Ιδιχτιώνα πρώτη του Σταυρού.

Πήγαινε με αυτά να πάρης τα όσα μας κάνουν χρείαν, τόσον διά φαγητά, όσον και διά φορέματα εδικά σου και εδικά μου, και περιπλέον αγόρασε και κανένα σκλάβον διά να μας δουλεύη.