United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κάτω κάτω, τι άλλο μας γλύτωσε από κάθε φουρτούνα παρά η Ορθοδοξία, εκείνη δα που και Πίστη κατάντησε να τη λέη ο λαός: Αυτά όμως τα είπαμε και στην Εισαγωγή. Εκείνο που μπορούμε να ξαναπούμε και δω είναι πως αξετίμητο καλό μας έκαμαν οι αυτοκρατόροι, όταν πήραν τη δογματική στα χέρια τους, και κανόνισαν το δρόμο της θρησκείας σα να είτανε συνηθισμένο πολιτικό ζήτημα.

Διωγμένη η Θεοδώρα και φτωχεμένη πλανιούνταν από χώρα σε χώρα και ζούσε με το συνηθισμένο της τρόπο. Άξαφνα όμως τη φωτίζει, να την αφήση αυτή τη ζωή και να γυρίση στην Πόλη.

Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!

Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε.

Αξιοπαρατήρητο είναι που το Βασίλειο ποτές δεν τον κυρίεψε ο τύπος της κλασικής της σοφίας, πράμα συνηθισμένο στην εθνική μας ζωή, και παλιά και νέα, — παρά έβαζε τον τύπο και του στόλιζε τα μεγάλα ψυχικά του προσόντα.

Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους! Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα.

Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του. Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος.

Δεν έσωνε ως τόσο μήτ' αυτή η αναποδιά να το σβύση το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κ' η χαρά του, ισκιωμένη θα πήτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπό του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν είταν και μικρό πράμα να δουλεύη τώρα για το καλό της μικρής.

Όσο έρχουνταν κι έφευγαν τα χοντρά πήλινα πιάτα, τόσο καταλάβαινα, πόσο δίκιο είχε ο ηγούμενος να παραπονιέται για τα έξοδα της Μονής. Η ξεχειλισμένη υγεία και το πάχος των πατέρων, έδειχνε πως η μαγειρική εκείνης της νύχτας είταν συνηθισμένο πράμμα.

Κάθησα πολλή ώρα με το γράμμα αυτό στο χέρι και το κύμα της τρυφερότητας, που με πλημμύριζε, είτανε τόσο δυνατό, ώστε έπνιξε όλα τα ρωτήματα και μ' έκαμε να γυρίζω μέσα στο συνηθισμένο μου κόσμο, όπου δε φαινότανε πως είχε αλλάξει τίποτε, μ' έκαμε να γυρίζω με το συναίστημα πως είμουνα το βασιλόπουλο του παραμυθιού, που είχε φτάσει με τα φτερά του μαϊστραλιού στο νησί της ευτυχίας.