Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του. Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος.

Δεν έβαλα στο νου μου . . . τίποτε. Επέζευξεν. Εξεφόρτωσε το ζεμπίλι με τα τρόφιμα και την φλάσκαν με το κρασί. Έβγαλε από το ζεμπίλι έν κηρίον σπαρματσέτον, έτριψε πυρείον και το ήναψεν. Έως να καθήσωμεν προς το κατώφλιον της μικράς εκκλησίας και να στρώσωμεν το τραπέζι, ησθάνθημεν ότι ο Μπαλής, το άλογον, όπου το είχεν αφήσει λυτόν ο Κωσταντής, μας έφυγε.

Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμονείχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνηςεγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.

Εις την Βαβυλώνα όταν εβασίλευεν ο Χαρούμ Καλίφης όντας ένας βαστάζος την αυγήν εις την αγοράν και προσμένοντας διά να τον προσλάβη κανείς εις υπηρεσίαν, είδε μίαν νέαν κυράν σκεπασμένην με ένα πολύτιμον μαχραμάν, και του λέγει· λάβε το ζεμπίλι σου και ακολούθει με.

Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».

Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά. — Κ' η ιστορία; — Τώρα κ' η ιστορία.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν