United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το άρωμα τους αφού εχάθη, τ' αποδίδω· προς ευγενή ψυχήν το χάρισμα πτωχαίνει, όταν πικρός να γίνη ο χαριστής συμβαίνει. Ιδού, κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Α! Α! είσαι τιμημένη; ΟΦΗΛΙΑ Κύριέ μου! ΑΜΛΕΤΟΣ Είσαι ωραία; ΟΦΗΛΙΑ Τι εννοεί η Υψηλότης σου; ΑΜΛΕΤΟΣ Ότι , αν είσαι τιμημένη και ωραία, δεν πρέπει η τιμή σου να έχη ομιλίαις με την ωραιότητα σου.

Όταν πήγανε στο Βασιληά την είδησι ότι ο Τριστάνος ξέφυγε από τη τζαμαρία της μικρής εκκλησίας, πρασίνισε από το θυμό του, και διέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν την Ιζόλδη. Τη σέρνουν. Και εμφανίζεται η Ιζόλδη στο κατώφλι της αιθούσης, απλώνοντας τα λεπτά χέρια της που στάζουν αίμα. Μεγάλη βουή ανεβαίνει από το δρόμο: «Ω! Θεέ, λυπηθήτε την. Αγνή Βασίλισσα, Βασίλισσα τιμημένη.

Όταν οι προδότες την είδαν έτσι ωραία και τιμημένη σαν άλλοτε, ωργισμένοι, εκάλπασαν προς το Βασιληά. Κείνη την στιγμή, ένας βαρώνος, ο Αντρέ Ντενικόλ προσπαθούσε να τον πείση: «Μεγαλειότατε, κράτησε κοντά σου τον Τριστάνο. Χάρις σ' αυτόν θα εμπνέης μεγαλύτερο φόβο στους εχθρούς σου». Και, σιγά σιγά, εμαλάκωνε την καρδιά του Μάρκου.

Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή.

Εξαναευχαρίστησα τον βασιλέα διά την γενναιότητά του, και του ωμολόγησα πως και εγώ δεν εστάθηκα τόσον αναίσθητος προς αυτόν, από την πρώτην φοράν που τον είδα, όμως ωσάν τιμημένη που ήμουν δεν ηθέλησα ευθύς να του το φανερώσω.

«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο. «Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν πως λυόνει η νοτιά το χιόνι.

ΠΡΟΣΠ. Η μητέρα σου ήταν τιμημένη, και αυτή σ' έλεγε θυγατέρα μου· και ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και μόνη του κληρονόμα μία βασιλοπούλα από το γενναίο του αίμα. ΜΙΡ. Ω Θε! ποία άσχημη μηχανή μας έκαμε κ' εφύγαμ' από κει; ή μήπως ήταν για μας τ' ουρανού χάρη; ΠΡΟΣΠ. Και τα δύο, κόρη μου, και τα δύο· άσχημη μηχανή, ως είπες, μας έσυρ' από κει, και τ' ουρανού χάρη μας έσωσ' εδώ.

Μα και το ίδιο το παιδί δεν ξέρη τους γονιούς του, και όσω ήτανε παιδί, έπαιζε κ' εμεγάλωνε με της τροφές, που άφηναν τριγύρω στους βωμούς• μα όταν άνδρας γίνηκε, του δώσανε οι Δελφοί των θησαυρών τη φύλαξι, καιόλα επιστάτη τον διωρίσανε πιστόν, και στου θεού το ανάκτορο, στον τόπο αυτό, περνά ζωή σεμνή και τιμημένη.

Πώς να μην κλαίμε; Τριστάνε, αντρειωμένε βαρώνε, θα πεθάνης λοιπόν με τόσο άτιμη προδοσία; Και συ, Βασίλισσα αγνή, Βασίλισσα τιμημένη, σε ποιον τόπο θα γεννηθή ποτέ βασιλοπούλα τόσο ώμορφη και τόσο αξιολάτρευτη; Αυτά λοιπόν κατώρθωσε με τα μάγια του ο νάνος καμπούρης; Ω! που να μη δη ποτέ Θεού πρόσωπο όποιος τον απαντήση στο δρόμο του και δεν του χώση το σπαθί στην κοιλιά του!

Τόννοιωσε από τη συζυγική της πίστη και φρονιμάδα, από ταρίφνητα ψυχικά της, από τη συμπάθεια της προς όσες δύστυχες βρισκόντανε στης παραλυσίας τα βάθια και τις βοηθούσε να ξαναγυρίσουνε σε τιμημένη ζωή. Μα ακόμα πιο τέλεια την έννοιωσαν όταν πρόβαλε ηρωικιά κι ατρόμητη, κι αποφασισμένη στην περίφημη στάση του Νίκα. Εκεί θα τη δούμε την αντρίκια της θέληση.