United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον εφημίσθη εις όλην την πολιτείαν, ότι μετά τον θάνατον του ιατρού μέλλει να ακολουθήση ένα θαύμα ανήκουστον· όθεν την ερχομένην ημέραν εσυνάχθησαν όλοι οι άρχοντες του παλατίου και πολύ πλήθος λαού διά να ιδούν το αποβησόμενον· και ιδού έρχεται ο ιατρός με το βιβλίον εις τας χείρας και εσίμωσε έως εις τον θρόνον του βασιλέως· και εζήτησε να του φέρουν ένα δίσκον, εις τον οποίον άπλωσε το μανδήλι με το οποίον εκρατούσε το βιβλίον τυλιγμένον, και απλώνοντας το βιβλίον εις τας χείρας του βασιλέως του λέγει· ευθύς οπού κοπή η κεφαλή μου, να την θέσουν επάνω εις τούτο το μανδήλι εις τον δίσκον, και θέλει σταματήσει ευθύς το αίμα, και ύστερα θέλεις ανοίξει το βιβλίον, και το κεφάλι θέλει αποκριθή εις όλα τα ερωτήματά σου.

Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.

Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ' εκείνους που ζητούν καταφύγιο.

Για δείξε μου τι κεντάς αυτού. — Βρίσκουμαι στο τέλος· είπε απλώνοντας το κέντημα στα γόνατά της και παίρνοντας το βελόνι· βιάζομαι να τελειώσω σήμερα. Από δω κι ομπρός ποιος ξέρει τι θ' αρχινήσω. — Μπωμπώ! τι σκούρα κλωστή! έκαμε ο Δημητράκης ανατριχιάζοντας. — Σκούρα ναι· ταιριάζει με την υπόθεση. Και σύγκαιρα το παχουλό χεράκι ερράμφισε το μεταξωτό, σαν άσπρο περιστέρι απάνω στη χλωροσιά.

Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, 20 μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, και τον γλυτώνειαπλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά τουμήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. 24

Τι μια κοτρώνα μυτερή τον πήρε στο δεξύ του αστράγαλο, απ' τον αρχηγό ρηγμένη των Θρακώνε, τον Πείρο, πούρθε οχ την Αινό, βλαστάρι του Νιμπράσου. 520 Ως πέρα πέρα τ' άπονο λιθάρι τα διο νέβρα τούσπασε και τα κόκκαλα, κι' ανάσκελα στο χώμα έπεσε απλώνοντας τα διο τα χέρια στους συντρόφους, και ξεψυχούσε.

Όταν πήγανε στο Βασιληά την είδησι ότι ο Τριστάνος ξέφυγε από τη τζαμαρία της μικρής εκκλησίας, πρασίνισε από το θυμό του, και διέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν την Ιζόλδη. Τη σέρνουν. Και εμφανίζεται η Ιζόλδη στο κατώφλι της αιθούσης, απλώνοντας τα λεπτά χέρια της που στάζουν αίμα. Μεγάλη βουή ανεβαίνει από το δρόμο: «Ω! Θεέ, λυπηθήτε την. Αγνή Βασίλισσα, Βασίλισσα τιμημένη.

Η Νοέμι όμως είπε με πίκρα, σφίγγοντας λίγο τις γροθιές και απλώνοντάς τες προς τον Έφις: «Από τη στιγμή που ήρθε δεν κάνει άλλο από το να μην μας σέβεται. Μάλιστα, ήρθε χωρίς να μας πει τίποτα… Μόλις έφτασε άνοιξε παρτίδες με όλους εκείνους που μας περιφρονούν. Έπειτα άρχισε τους έρωτες με ένα κορίτσι από το χειρότερο σόι του χωριού. Μια που πάει ξυπόλυτη στο ποτάμι!

Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Ω αγαπημένοι μας θεοί, απλώνοντας το χέρι σας πάνω στην πόλη μου, σωτήρες της, δείξετε πως την αγαπάτε και γνοιασθήτε τα κοινά ιερά, γνοισθήτε και βοηθάτε, τις πρόθυμες πλουσίων τελετών θυσίες πολλές θυμάμενοί μου.