United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει μια κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του 525 χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του. Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας 530 του μπήγει μια μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει.

Μα άξαφνα ο Κόνας τον θωράει ο παινεμένος άντρας, τ' Αντήνορα ο πρωτότοκος, κι' απ' τη βαθιά του λύπη τα μάτια του συγνέφιασαν που πήγε ο αδερφός του. 250 Και πλάγια εφτύς με τ' όπλο του, κλεφτά απ' τον Αγαμέμνο, στέκει, και μια μεσόχερα πιο κάτου απ' τον αγκώνα του μπήγει, πούβγε αντίπερα τ' όπλου η χαλκένια η μύτη.

Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι ορμώνταςκάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος, τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέριααφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει 405 μια κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.

Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!

Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάριΕίπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχήγυναίκα ή άντραςστη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.

Χοίμηξε κατόπι ο γιος τ' Ατρέα 45 με το κοντάρι, κάνοντας παράκληση του Δία, κι' εκεί που πίσω κώλωνε να φύγει, του το μπήγει στου λαρυγγιού τα θέμελα, και σπρώχνει όσο μπορούσε με τη βαριά χερούκλα του, τόσο π' αντίκρυ βγήκε τ' όπλου ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του· κι' έπεσε αχώντας, βούηξαν και τ' άρματα από πάνου. 50 Πώς νιο φυντάνι θρέφει ελιάς ο χωριανός σε θέση 53 ακρότοπηόπου γάργαρα νερά απ' τη γη αναβρύζουνπανώριο δροσοστόλιστο, κι' αγέρια το χαϊδέβουν 55 κάθε λογής, και με πυκνά λουλούδια χρυσανθίζει, μα άξαφνα σφίγγει ο άνεμος, κι' ορμώντας τ' αγριοκαίρι όξω απ' τη γούβα το πετάει και χάμου το πλαγιάζει· παρόμια το λεβέντη γιο του Πάνθου κι' ο Μενέλας ξάπλωσε χάμου κι' έπειτα ζητούσε ναν τον γδύσει. 60 Πώς με το θάρρος των νυχιών βουνόθρεφτο λιοντάρι γελάδα αρπάει την πιο όμορφη από σωρό που βόσκει, και με τα δόντια τα σκληρά κρατώντας την της σπάζει το σβέρκο πρώτα, κι' έπειτα τη σκίζει και της χάφτει αίμας και σπλάχνα, κι' όλοι τουςκαι σκύλοι και τσοπάνοι65 γύρω απ' αλάργα σκούζουνε φωνάζουν, μα δε θέλουν ναν του ρηχτούνε, τι χλωμός όλους τους κόβει φόβος· έτσι απ' τους Τρώες κανενός μέσα η καρδιά στα στήθια δεν τόλμαε να προβάλει ομπρός στο μαχητή Μενέλα.