United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, κι' εγώ τον Πάρη πάω να βρω και ναν τον κράξω, αν θέλει 280 και να μ' ακούσει μια φορά... έτσι π' αφτού ν' ανοίξει η Γης και ναν τον καταπιεί! Γιατί ο μεγάλος Δίας στον κόσμο μάς τον έστειλε για δυστυχιά και πίκρες των Τρώων και του βασιλιά κι' εμάς των αδερφών του.

Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους, 50 μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε. Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες, μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας, γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 55 τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.

Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, 490 δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.

Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.

Έτσι είπε, και βασίλεψαν του Βιφιτιού τα μάτια, κι' αφτού στη μπροστινή γραμμή της μάχης με τις ρόδες τον λιάνιζαν των Αχαιών τα πλουμισμένα αμάξα. 395 Δέφτερο του Πηλέα ο γιος καρφώνει στο μηλίγγι μέσα απ' το κράνο τ' όμορφο τον άρχο Λιοντοδήμο, γιο τ' Αντηνόρου και γερό της μάχης παλικάρι· και δεν αμπόδισε ο χαλκός, γιατί μ' ορμή περνώντας η μύτη τ' όπλου ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και κόπηκε η αντριά του. 400

Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.

Και σαν αντρώθηκαν οι διο, στη μυριοπλούσια Τροία 550 πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια, βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες· μονάχα αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι.

Τα λάφυρα άσ' τα αφτού και το νεκρό παραίτα, γιατί απ' τους ξακουστούς βοηθούς ή Τρώες πριν κανείς μου με τ' όπλο δεν τον κάρφωσε μες στης σφαγής τ' ανάστα. 15 Έτσι άφισε να δοξαστώ μες στο στρατό των Τρώων, μη σε βαρέσω και ξινή σου βγει η παλικαριά σουΤότες βαριά αγανάχτησε κι' απάντησε ο Μενέλας «Δία πατέρα, ω τι κακό η ξυπασιά κι' η παίνια!

Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... 195 ή κι' ανοιχτά, τι πιον εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; Πιος θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα

Πόσα δε μούπαν όλοι τους, βλαμάκια και ξαδέρφοι, πόσα δεν έκαναν αφτού να με βαστάξουν σπίτι! 465 Τι πλούσια θέλεις πρόβατα, τι τραχηλάτα βόδια μούσφαζαν, τι καλόθρεφτα καψάλιζαν γουρούνια, π' αστράφτανε του πάχους τους στρωμένα μες τις φλόγες· πόσο κρασί δεν πιόθηκε απ' τα σταμνιά του γέρου!