United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190 ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.

Πώς να ξεσκίσει κυνηγό μέσα από πυκνολόγγι όξω πετιέται η πάρδαλη, που και σκυλιά αν γαβγίζουν, σαν τι θα πει φοβόκαρδος και δείλια δεν γνωρίζει· 575 έτσι ο Αγήνορας, ο γιος του σεβαστού Αντηνόρου, 579 πριν δοκιμάσει πόλεμο δεν ήθελε να φύγει, 580 Μον τη γερή κι' ισόκυκλη κράτησε ομπρός του ασπίδα και βροντοφώνησε έτοιμος να ρήξει το κοντάρι «Το ξέρω, ο νους σου τόλπιζε, θεόμορφε Αχιλέα, να μας πατήσεις σήμερα τ' αγέρωχο μας κάστρο τρέλα! τι ακόμα εδώ αρκετό κοντάρι πριν θα παίξει. 585 Τι άντρες πολλούς και δυνατούς εδώ 'χει, που την Τροία, φρουροί στα τέρια μας μπροστά κι' αδύναμα παιδιά μας, θαν τη γλυτώσουν· Μον εσύ θα βρεις εδώ τον τάφο, πούσαι έτσι ανήμερο θεριό και φαντασμένο κι' άγριο

την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. με λαμπρό σύρμα το 'δεσετου καραβιού το βάθος, ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.

Αλλού κανένα σας αν δω, αλάργα απ' τα καράβια, αφτού θαν του το φάω εγώ το μάτι, και στην Τροία δε θαν του κλάψουν το νεκρό αδέρφια και ξαδέρφια, 350 μον σκύλοι ομπρός στο κάστρο μας κοψίδια θαν τον κάνουνΕίπε και τα φαριά χτυπάει στους ώμους, και φωνάζει να τρέξουν όλοι οι λόχοι ομπρός. Και μ' ένα ζήτω οι Τρώες όλοι μαζί του τρέξανε μ' αλόγατα κι' αμάξα, κι' η ταραχή λες κούφαινε.

Και σαν αντρώθηκαν οι διο, στη μυριοπλούσια Τροία 550 πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια, βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες· μονάχα αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι.

Μα αν τώρα θες να πολεμήσω, ας είναι, πες τους, των άλλων Αχαιών και Τρώων, να καθήσουν και βάλτε εμένα με το γιο τ' Ατρέα εκεί στη μέση για τη Λενιό κι' όλο το βιος να χτυπηθούμε οι δυο μας. 70 Κι' όποιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα κι' όλο ας το πάρει λέω το βιος κι' ας πάει στο σπιτικό του τότες ν' αμώστε οι άλλοι σας όρκους πιστούς αγάπης, και χαίρεστε την Τροία εσείς, κι' εκείνοι πίσω ας πάνε στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια75

Λοιπόν εις αυτό το χρονικόν διάστημα, το δεκαετές, που επολιορκείτο η Τροία, άραγε εις την πατρίδα καθενός από τους πολιορκητάς δεν εγίνοντο πολλά κομματικά των νέων, οι οποίοι και όταν επέστρεψαν οι πολεμισταί εις τας πατρίδας και τας οικίας των δεν τους υπεδέχθησαν καλώς ούτε δικαίως, αλλ' εις τρόπον ώστε να γίνουν θάνατοι και σφαγαί και φυγαί πλείστοι όσαι; Οι οποίοι πάλιν εκδιωχθέντες επέστρεψαν με άλλο όνομα, ονομασθέντες Δωριείς αντί Αχαιών, διότι εκείνος όστις συνεκέντρωσε όλους τους τότε φυγάδας ήτο Δωριεύς.

Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, ή αν κακότην θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490

Η αφορμή δε και η αρχή της πραγματείας μου είναι κάπως η εξής. «Αφού εκυριεύθη η Τροία, η ιστορία διηγείται ότι ο Νεοπτόλεμος ηρώτησε τον Νέστορα ποίαι ασχολίαι είναι ωραίαι, εις τας οποίας εάν καταγίνη κανείς εν όσω είναι νέος μπορεί να αναδειχθή». Κατόπιν λοιπόν παρουσιάζεται ως ομιλών ο Νέστωρ και υποδεικνύει εις αυτόν πλείστα όσα νόμιμα και ωραιότατα.

Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση, όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις• τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα, όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315 αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα, πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης σ' ενόησατο πλοίο μου, για να με προφυλάξης, αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320 ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν• πλην των Φαιάκωντην λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησεςτην πόλι• και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σουτι δεν πιστεύω να 'φθασατην ηλιακήν Ιθάκη, 325 αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις, και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσηςειπέ μου αν είμαι αληθινάτην ποθητήν πατρίδα».