United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωρίστηκε ο Κιοσέ πασάς.. Χτυπάει την Αλαμάνα... Άστραψ' η πρώτη τουφεκιά... Χαράτο καρυοφύλλι!... Να μην πεθάνω εδώ με σας, αν δεν ην' του Καλύβα.

ΔΩΡΑ — Α! όχι, όχι. Μην το πης αυτό. Μη και φοβάμαι από τώρα. Χτυπάει η καρδιά μου. Όχι. Χωρίς να θέλη ο μπαμπάς, ποτέ. ΝΙΚΟΣΚαλά, καλά θα ιδούμε. Μη θυμώνης! ΔΩΡΑΌχι. Μην το ξαναπής αυτό που είπες. Καλλήτερα να πεθάνω. Να! λοιπόν να μάθης να λες όχι. Άξαφνα, μόλις τους βλέπουν, αποχωρίζονται τρομαγμένοι. Αχ! Θεέ μου! Οι παραπάνω, ΛΕΛΑ, ΘΕΑΤΡΙΝΑ. Τα καϋμένα τα μικρά.

Αν τα δη αυτά κανένας ολότελα ξένος, θα πη πως ή τρελλάθηκε το κορίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλη, κ' έβαλε ό,τι βρέθηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε τόνα είνε μήτε τάλλο. Την κοπέλλα την πήρε το ρέμα της μόδας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Κάποτες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμη το κορίτσι!

Ο αητός ανατριχιάζει Κράζει ελαφρά το ταίρι του, τα νύχια του αναδεύει. Και τα φτερά με το ραμφί δυο-τρεις βολαίς χτυπάει. Είν' αγριογίδια που περνούν γοργά κι' αρμαθιασμένα, Μπροστά μπροστά πάει το τραγί, οπ' οδηγάει και σέρνει, Κ' έρχεται από κοντά η κοπή, γίδια και γιδομόσχια. Και γίνεται μεγάλος θροςτης σάρες, 'ς ταις χιλιάδες!

Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

Είπε, και σφίγγει το λαμπρό κοντάρι του στον Αία, μα δεν τον ήβρε, μον το γιο του Μάστορα Λυκόφρο, 430 τον Κυθηριώτη, σύντροφο του Αίαπου φεβγάτος για φόνο οχ τ' όμορφο νησί στου Αία κατοικούσεαφτόν χτυπάει στην κεφαλή, εκεί στ' αφτί από πάνου, ενώστεκε κοντά κοντά στο γιο του Τελαμώνα· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ξερός μπροστά στο πλοίο. 435

Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου 580 τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο τ' Ατύμνη γιο — τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγειμεσάγκωνα βαρώντας τον με μια χοντρή κοτρώνα· κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...