Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Δεν λυπείται διά τον θάνατον του εμπιστευμένου του Αυλικού, μόνον ανατριχιάζει με την ιδέαν ότι αυτός ο ίδιος ημπορούσε να ευρεθή εις την θέσιν εκείνου και να πέση φονευμένος, διότι καλώς εννοεί τι ηθέλησεν ο Αμλέτος όταν έσπρωξε το ξίφος εις την αυλαίαν.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα.

Η Βραγγίνα, η γυναίκες της, οι βαλέδες της, τη συνοδεύουν. Πέρνει το δρόμο που πάει στην Εκκλησιά. Ο λεπρός ακολουθεί τους βαλέδες, χτυπάει το τασσάκι του, παρακαλεί με παραπονετική φωνή: «Βασίλισσα, βοηθήστε με. ΠεινάωΑπό το ωραίο του σώμα, από το ανάστημά του, η Ιζόλδη τον ανεγνώρισε. Σύσσωμη ανατριχιάζει, μα δεν καταδέχεται να χαμηλώση το βλέμμα της απάνω του.

Ομέρπασα, ο Βεζήρης, Ακούστηκ' έξω αναβρασμός, φωναίς ξαγριωμέναις Κι αλόγωνε ποδοβολή... Δειλιάζει, ανατριχιάζει Ο λύκος της Αρβανιτιάς... τρέμ' η φωνή του... αχνίζει. — Θανάση, το κεφάλι μου... — Μη σκιάζεσαι. Μαζί μου Το μυστικό σου θα ταφή ...τώχω βαθειά κρυμμένο. Και συ τι θέλεις από με;... 'Σ τον κόσμο κάτι ορίζω. — Δος μου, το δαχτυλίδι μου.

Ο αητός ανατριχιάζει Κράζει ελαφρά το ταίρι του, τα νύχια του αναδεύει. Και τα φτερά με το ραμφί δυο-τρεις βολαίς χτυπάει. Είν' αγριογίδια που περνούν γοργά κι' αρμαθιασμένα, Μπροστά μπροστά πάει το τραγί, οπ' οδηγάει και σέρνει, Κ' έρχεται από κοντά η κοπή, γίδια και γιδομόσχια. Και γίνεται μεγάλος θροςτης σάρες, 'ς ταις χιλιάδες!

Ωχρός σαν το λευκό ατλάζι του γιλέκου του ο μελαγχολικός βασιληάς παρατηρεί με ρεμβώδη επίβουλα μάτια τον παραπολύ φιλόνομο Strafford να προχωρή προς το μοιραίο του τέλος. Κι ο Ανδρέας ανατριχιάζει ακούοντας τα κουνούπια να βουΐζουν στον κήπο και προστάζει την ίδια του γυναίκα να κατέβη κάτω. — Μάλιστα, ο Browning ήταν μεγάλος. Και σαν τι θα τον θυμάται ο κόσμος; Σαν ποιητή; Ά! όχι σαν ποιητή!

Πώς να την καλοθρέφη, και πώς να τη φυλάγη από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μίλησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δος του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ' ανακατευτή στο τάδε το ζήτημα, — και ραχατεύει η πέτσα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν