United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με άσπλαγχνην σκληρότητα εσείς γεμίσετέ με από τα νύχιατην κορφήν, — το αίμα πήξετέ μου, — τους δρόμους όλους φράξετε εις την συνείδησίν μου, ώστε της φύσεως ορμή ευσπλαγχνική καμμία να μη μπορή τον φοβερόν σκοπόν μου να κλονίση, ούτε να φέρη δισταγμόν εις την εκτέλεσίν του!

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Κρίνων δε ότι δεν ηδύνατο πλέον να εισχωρήση εις την Παλλήνην, διά να φέρη βοηθείας, έμεινεν ησυχάζων εις την Τορώνην και φυλάττων αυτήν.

Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γρηά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού. — Δεν έχουμε αλεύρι, θεια, είπε το μεγαλείτερον εκ των δύο κορασίων. — Καλά· να έλθη ο πατέρας, να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γρηά»! Ησύχασε τώρα. Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά. — Γρηά θέλω, και νάνε ζαρωμένη γρηά! Νάχη και πετμέζι!

Τότε ανανήφοντες εκ της μέθης, σιωπούν και επανέρχονται εις την προτέραν κατάστασιν. Αλλά το παραδοξώτερον δεν είπα• εάν ο γέρων αφήση εν τω μεταξύ ημιτελή την ομιλίαν του και δύσαντος του ηλίου εμποδισθή να την φέρη εις πέρας, όταν το επόμενον έτος θα πίη εκ νέου εκ της πηγής, θα την εξακολουθήση εκ του σημείου όπου την αφήκεν όταν εξεμέθυσε.

Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον.

Στέλνει λοιπόν τον Τίτυρο να φέρη το δικό του, αν και το σπίτι ήτανε μακριά δέκα στάδια. Κι ο Τίτυρος, αφού πέταξε το ρούχο του, έφυγε γυμνός τρέχοντας σαν ελαφάκι. Τότε ο Δάμωνας υποσχέθηκε να ειπή την ιστορία της Σύριγγας, που του την είχε μάθει ένας Σικελιώτης παίρνοντας για πλερωμή έναν τράγο κ' ένα σουραύλι.

Όπως αν κανείς συναθροίση πολλούς χορευτάς, ή μάλλον πολλούς χορούς, έπειτα δε διατάξη ν' αφήση έκαστος εκ των αδόντων το κοινόν άσμα και να ψάλλη ιδιαίτερον άσμα, έκαστος δε να φιλοτιμήται να φέρη εις πέρας το ιδικόν του και να υπερβή τους άλλους κατά την δύναμιν της φωνής, φαντάζεσαι τι έχει να γίνη; ΦΙΛ. Πολύ γελοία και συγκεχυμένη συναυλία.

Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είνε καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ' αργήση να έλθη διά να φέρη πολλές λίρες. Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη.

Ο βεζύρης εξεπλήρωσε την προσταγήν του· και την ερχομένην εσπέραν του έφερε την θυγατέρα ενός βαθμοφόρου στρατιωτικού, και εκοιμήθη με αυτήν ο βασιλεύς· και την αυγήν πάλιν επρόσταξε τον βεζύρην να την θανατώση, και να του φέρη άλλην το βράδυ.