United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα ράφια κοκκίνιζαν τα τόπια με το σκαρλάτο και πλάι έλαμπε το πράσινο των μπουκαλιών με τη μέντα. Τα σακιά με το αλεύρι πρότασσαν τις άσπρες τους κοιλιές ενάντια στις μαύρες καμπούρες των βαρελιών με τις ρέγκες και στη μικρή βιτρίνα οι γυμνές γυναίκες των εικονογραφημένων καρτών χαμογελούσαν στα βάζα με τα μπαγιάτικα ζαχαρωτά και στα ρολά με τις ξεθωριασμένες κορδέλες.

Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου; Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί. — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά. Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν γεμάτο.

Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου.

Ολόγυρά του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία. Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.

Οι γυναίκες που φέρνουν το σιτάρι στο Μύλο μαζεύονται γύρω του ενώ είναι σκυμμένος και ζυγίζει το αλεύρι και τον κοιτάζουν με μητρικό βλέμμα, με ερωτικό βλέμμα.

Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη, συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης, κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα. Θέστυλι, σκόρπα το λοιπόν.

Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με το χέρι της μέσα στο αλεύρι τράβηξε πίσω τη μαντίλα της. «Την άκουσες;», είπε χαμηλόφωνα υπονοώντας την Νοέμι. «Πάντα η ίδια! Η περηφάνια την κουμαντάρει......» «Δίκιο έχειείπε ο Έφις σκεφτικός. «Όταν είναι κανείς ευγενής είναι ευγενής, ντόνα Ρουθ. Βρίσκεις ένα νόμισμα χωμένο μέσα στη γη.

— «Φαίνεται ακριβώς σαν τσουβάλι αλευριού χωρίς αλεύρι», είπεν ο μυλωθρός και εκορόιδευε με την ιδιάζουσαν ευφυολογίαν του. Και ο Ρούντυ εγέλα και έλεγε και αυτός ότι μάλιστα ακριβώς έτσι φαίνεται.

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50

Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως να το έλουε.