United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέχουν, βομβούν, εργάζονται, φορτόνονται, ανάβουν, δεν τρέφεται με σχέδια ο ήσυχός των νους· εδώ μετρούν, εκεί σακκιά για το σιτάρι ράβουν, μόνον εγώ ο ποιητής πετώ 'στους ουρανούς. Τι έξυπνος! τι πονηρός! σαν νέος της Αθήνας . . . αν ήσαν κι' οι υπάλληλοι οι άλλοι σαν κι' εμένα, ο έμπορος επλούτιζε εις ένα δύο μήνας, κι' αμπάρια και κατάστιχα θα τάφινε κλεισμένα.

Μεγάλη φρόνηση, και στρατηγική και πολιτική, λέγουν πως έδειξε τότες ο Στηλίχωνας, κι απόφυγε σημαντικό δυστύχημα, επειδή μικρό πράμα δεν είτανε να χάση η Ρώμη τις χώρες που της δίνανε σιτάρι. Τονέ σπάσανε λοιπόν οι Ρωμαίοι το Γίλδο στα 398, μαζί με τους Αφρικανούς του νομάδες, κ' έγινε πια τότες μεγάλος και πολύς ο Στηλίχωνας.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

Τράβησε ίσια ατό σπίτι του και εκεί πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε φανή ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε καθόλου. Αλλά κι' αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπεν, ότι είταν απ' άλλη χώρα κι' ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίση στο σπίτι της.

Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη.

Κατά το γεύμα ήλθε να λάβη την πρώτην παρά την πλευράν της συνήθη θέσιν του, έτι μάλλον ταπεινός και ζαρωμένος, αλλά και πάλιν έμεινε ψυχρά τρώγουσα με μεγάλην όρεξιν τα πίτυρα και το σιτάρι και υποκρινομένη ότι δεν εννοεί την όρεξιν συμφιλιώσεως του μετανοούντος. Πάντα ταύτα όμως ήσαν κωμωδία, της οποίας εύκολον ήτο να μαντεύση τις την ευτυχή λύσιν.

Είξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά· και όμως πόσον αγαθός ο έμπορός μου ήτο! κακό δεν εξεστόμισε για 'μένα μια φορά, με χαμογέλοιο μ' έβλεπε και εσταυροκοπείτο. Μια 'μέρα μ' είπε «κάμε μου, αν αγαπάς, τη χάρι να μείνης μια στιγμή εδώ εις την σιταποθήκη, και πρόσεξε να μη σου φαν οι χοίροι το σιτάρι...» Για φαντασθήτε τι 'ντροπή για με, τι καταδίκη!

Ήρθα, μα δε σε βρίσκω τώρα εκεί που στεκόσουν μεγάλο, θεριωμένο· δε σ' έχει κάτω η μπόρα σωριασμένο και τ' ουρανού δε σ' έκαψε η οργή. Μόνο η πεζή ζωή σ' έχει γκρεμίσει, σ' έριξε άπληστος χάμω χωρικός, εκεί που ο θόλος σου άπλωνε ισκιερός πιο περίσσιο σιτάρι να θερίση.

Αυτό φέρνει τον καταρράκτην και το αλλοιθώρισμα και τα λαγώχειλα. Αυτό σαπίζει το σιτάρι και βασανίζει τα δυστυχισμένα πλάσματα της γης! ΚΕΝΤ Πώς είσαι, αυθέντα μου; ΛΗΡ Ποίος είναι αυτός; ΚΕΝΤ Ποίος είν' εκεί; Τι θέλεις εδώ; ΓΛΟΣΤ. Τι άνθρωποι είσθε σεις; Πώς σας λέγουν;

Οι γυναίκες που φέρνουν το σιτάρι στο Μύλο μαζεύονται γύρω του ενώ είναι σκυμμένος και ζυγίζει το αλεύρι και τον κοιτάζουν με μητρικό βλέμμα, με ερωτικό βλέμμα.