Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Α! ίσως έπειτα από μένα θ' αγαπήστε άλλη γυναίκα, θ' αγαπήστε την Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Δεν ξέρω τι θ' απογίνετε. Όσο για μένα, φίλε, αν μάθαινα το θάνατό σας, δε θα ζούσα ούτε στιγμή έπειτα. Παρακαλώ το Θεό, ή να προφθάσω να σε κάνω καλά ή να πεθάνουμε μαζύ από τον ίδιο θάνατο!». Έτσι θρηνεί η Βασίλισσα, όσο βαστάει η καταιγίδα. Αλλά έπειτα από πέντε μέρες έπαψε το κακό.

Θα ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα πολεμήσω. Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον κοσμοπολιτισμό σ' όλους τους ανθρώπους. Ο κ.

« Συρέτε να ρωτήσητε » Τον Πίνδο με τα χιόνια. » Αν είδεν από μένανε » Αγριώτερο λοντάρι . » Απέθανα· και φύτρωσε «'Στήν Ήπειρο χορτάρι » Όλο δροσούλα και ζωή. » Ήλθαν τα χελιδόνια.» « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε » Την Ήπειρο σκοτάδι, » Τον ουρανό της 'σκέπαζε » Σύγνεφο θολωμένο, » Και το φεγγάρι πρόβαλλε » Τη νύχτα 'ματωμένο, » Χειμώνας μαύρος ήμουνα, » Ήμουνα μαύρο βράδυ

Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Πάει πια, Αχιλιά, εγώ πέθανα, και τώρα εσύ κοιμάσαι και με ξεχνάς· σ' άλλους καιρούς με φρόντιζες, σα ζούσα. 70 Θάψε με, αδρέφι, τη μπασιά πια να διαβαίνω τ' Άδη. Μακριά με διώχνουνε οι ψυχές των πεθαμένων ήσκιων, το ρέμα αντίκρυ να διαβώ δε θεν και δε μ' αφίνουν, Μον έτσι εδώ κι' εκεί γυρνώ μες στ' Άδη τη θολάδα.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

Όταν είμουνα στην ακμή της ευτυχίας μου και ζούσα για σε και για τα παιδιά και για καθετίς που είταν ωραίο, και τότε το ήξερα πάντα πως θαρθή μια μέρα, που έπρεπε να τα χωριστώ όλα και πως τίποτε δε θα μπορούσε να μ' εμποδίση σ' αυτό. Ήξερα πως θα το ήθελα και δε θα το ήθελα, θα το πιθυμούσα και δε θα το πιθυμούσα κι όμως θα πήγαινα στο σκότος, όπου ανήκω.

Πάντα ένοιωσα μέσα μου κάτι σαν ξάφνισμα, πάντα είχα το αίστημα πως όλα όσα ζούσα είτανε μόνο κατά το μισό πραγματικότητα, πάντα η τάση μου είταν από κείνο που υπήρχε προς εκείνο που έμελλε να έρθη, προς το άγνωστο. Πάντα ονειρεύτηκα την ευτυχία μου κ' η ευτυχία δε μου παρουσιάστηκε ποτέ μ' άλλη μορφή από την οικογενειακή.

Όταν πήγε να κοιμηθή και μπήκα να την καλονυχτίσω, με κοίταξε με το ίδιο φωτεινό και βαθύ βλέμμα, όπως και προτήτερα: — Πρέπει ακόμα να λησμονήσης που σου είπα πως μου πήρες την πίστη μου, είπε. Γιατί δε μου την πήρες. Εγώ μόνο το φαντάστηκα. Ω, φαντάστηκα πολλά. Ζούσα μέσα σε μια φαντασία. Το πρόσωπό της πήρε θλιβερή έκφραση κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο για να τη διώξη.

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης.

Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν