United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα γιάτρεβα πρώτα πρώτα την καημένη μας την ψυχή, την ψυχή του αθρώπου που το βράδυ, όταν ο ήλιος βασιλέβει, λύπη γιομίζει και θάνατο συλλογιέται, τη δύστυχή μας την ψυχή που όλο θέλει κι όλο δεν μπορεί, την ψυχή μας που έχει χάλια, γιατί είναι καλή και γενναία ψυχή κι όμως είναι περιωρισμένη. Αν είμουν Παναγιά, δε θα μπορούσε κανείς να μετρήση τα θάματά μου.

Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει νάπεσα κάτω ξερός· Πρέπει νάμεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ' εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό είταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλόγες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών. Κάθισα να συλλογιστώ αν είταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν είμουν τρελλός. Φώναζα τη Χριστίνα, την ξαναφώναζα.

Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε. «Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή.

Να, το πρωί που είμουν ανεβασμένη στη μουριά, μ' έπιασε ξαφνικά μια λύπη, μια βαθειά λύπη. Είπα πως κάτι κακό θα μου γίνη. Δεν πέρασε λίγη ώρα που ήρθατ' εσείς, μ' εκείνες τις άγριες τις φωνές σας. Όμως αυτή τη στιγμή, πατέρα μου, είμαι όλο χαρά, είμαι γιομάτη χαρά, κάτι καλό θα μας συμβή, το αιστάνουμαι, το βλέπω, Δε θα σου συμβή το καλό. Σου συμβαίνει.

Αν είμουν Παναγιά, άλλη δουλειά δε θα είχα παρά να σας γιατρέβω. Θα γιάτρεβα μάλιστα όλο τον κόσμο όλη μέρα. Ο κόσμος ο κακόμοιρος πονεί. Δεν πονεί μόνο δυο φορές το χρόνο. Έχει βάσανα δίχως σκόλη. Δε σας βάρεσαν την ψυχή τα δάκρια που χύνει; Εμένα, η δική μου η ψυχή αναστενάζει και την έπνιξαν τα κλάματα του κόσμου. Αχ! παιδάκια μου, να είμουν Παναγιά, τι καλό θα σας έκαμνα όλους!

Έκαμε κίνηση σπασμωδική κ' η έκφραση του προσώπου της είτανε σχεδόν πικρή, όταν απάντησε: — Γιατί θέλεις να μου τα καταστρέφης όλα; — Το κάνω αλήθεια; — Όχι, μα είμουν τώρα τόσο ευτυχισμένη. Σώπασα και την έσυρα πιο κοντά μου.

Ας αφήσουν τον Κόντο κι ας κοιτάξουν τη ζωή. Δε με βλέπεις εμένα; Εσύ, φίλε μου, ξέρεις τι είδα και τι έπαθα. Κι ωςτόσο τίποτις δε λυπούμαι. Οι ώρες εκείνες είταν οι μόνες ώρες της ζωής μου. Μήπως δεν είμουν και γω μια φορά σαν και σένα; Με γνώρισες παιδί και με θυμάσαι.

Πήγαινε να το διής και δεν έχεις ανάγκη να διαβάσης μυθολογία μήτε κανένα βιβλίο που γράφει για τους αρχαίους θεούς. Το βλέπεις κι ανατριχιάζεις. Δες αμέσως πως εκεί, μέσα στο σύννεφο και στην καταχνιά, εκεί θα κάθουνται θεοί. Τέτοια θυμούμουν όταν ανέβηκα στο βαπόρι, κ' είμουν πολύ συλλογισμένος. Είχα μεγάλο καημό.

Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του, τα πάθια: — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες.

Μα ήξερα σε ποια γωνιά είταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβη και να μου πη πως το ξέρουν πως γύρισα, πως είμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντήτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!