United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμμα είνε τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυχτιά ν' ακούσης ν' άρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! με το ξύλινο το τσοκάνι του.

Ολόγυρα κρέμονταν από σιδερένια καρφιά κι από πουρναρένια παλούκια μπηγμένα μέσα στους τοίχους σχισμένα και καταλερωμένα ράσα, δυο μεγάλες λαγύνες απ' ασπρόχωμα, μια φοβερή πλόσκα χαλκωματένια γιομάτη από λάδι και τότε γλήγωρα καλαλισμένη, δώδεκα αραδιαστές σκορδαρμάθες περασμένες απάνω σε καπνισμένη δοκάρα κ' ένα ζευγάρι δεκανίκια από κρανιά.

Είπε και σέρνει απ' το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι' εκεί κοντά παράμερα τ' αφίνει· και κατόπι απ' την πανώρια αρματωσά ναν τον γυμνώνει αρχίζει αίμας γιομάτη. Κι' έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι είταν τάχα ο Έχτορας, η όψη η λεβεντιά του 370 τα στήθια· τι έτσι αλάβωτοι πού πριν να παν κοντά του! Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Μπα!

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Να, το πρωί που είμουν ανεβασμένη στη μουριά, μ' έπιασε ξαφνικά μια λύπη, μια βαθειά λύπη. Είπα πως κάτι κακό θα μου γίνη. Δεν πέρασε λίγη ώρα που ήρθατ' εσείς, μ' εκείνες τις άγριες τις φωνές σας. Όμως αυτή τη στιγμή, πατέρα μου, είμαι όλο χαρά, είμαι γιομάτη χαρά, κάτι καλό θα μας συμβή, το αιστάνουμαι, το βλέπω, Δε θα σου συμβή το καλό. Σου συμβαίνει.

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

Μα να, για νάχεις την ψυχή πίκρες κι' εσύ γιομάτη όταν το γιο σου στερηθείς, που πια δε θα γυρίσει στη Φτιά ξανά ναν τον δεχτείς... τι μήτε εγώ δε θέλω 90 να ζω και μ' άντρες να γυρνάω, αν πρώτα εδώ στον κάμπο δεν ξεψυχήσει ο Έχτορας απ' όπλο μου σφαγμένος και του Πατρόκλου τη σφαγή και γύμνια αν δεν πλερώσει

ΙΡΙΣ. Δήμητρα, πολύδωρη θεά, οι πλούσιοι καρποί σου, γέννημα, στάρι, κριθάρι, λαθήρι και βρώμι· τα βουνά σου τα χορτερά, που βόσκουν τα πρόβατα, και οι λειμώνες σου γιομάτοι αχυροσκέπαστες καλύβες, που αυτά ξενυκτίζουν η ροδοκρινοστόλιστες ακροποταμιές σου, τες οποίες με την προσταγή σου ο υγρός Απρίλης περιντύνει, να φτειάσουν η κρυόκαρδες νύμφες παρθενικά στεφάνια· τα δάση σου τα κατάσκια, που αρέσουν του απαρηγόρητου νέου, όταν φύγη την αλύπητη αγαπημένη του· οι φραγμένοι αμπελώνες σου, και η ακροπελαγιά σου, άκαρπη και βράχους γιομάτη, που η ίδια παίρνεις αέρα.