United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβαναποιος μάγος θα μου τα κρύψη! Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Συνέσ. Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα.

Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.

Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς... — Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά... . Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α Γιάννη Ψυχάρη Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι.

Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης. Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον.

Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότεπού είσαιδε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον... Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα. — Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια. — Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.

Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε... Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο. — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!...

Την άλλη μέρα, περιδιαβάζοντας, συνάντησε ένα ζητιάνο, γεμάτον πληγές, με μάτια σβυσμένα, την άκρη της μύτης φαγωμένη, το στόμα στραβωμένο, τα δόντια μαύρα, που μιλούσε με το λαρύγγι, βασανιζόμενος από ένα σφοδρό βήχα και που σε κάθε του βήξιμο φτυούσε κ' ένα δόντι. &Πώς ο Αγαθούλης συνάντησε τον παλιό του δάσκαλο της φιλοσοφίας, τον δόχτορα Παγγλώσση και τι απέγινε.&

Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.

Η θεια Χρηστίτσα στην άλλη άκρη της φωτογωνιάς, στα γέρικά της γόνατα γερμένη, χίλιω χρονώνε τόρα γριά ανάμεσα σε μια νυχτιά, κρύβει τα σβυσμένα τα ματάκια της μέσα στα χέρια τα ξεραγκιανά, και κλαίει, ολοένα κλαίει. Μάβροι και σκοτεινοί οι λογισμοί της περιτριγυρίζουνε το νου σπαραχτικά, και τη νυχιάζουνε στα βάθη της ψυχής σκληρά, για την αμαρτωλή ζωή της κόρης της της ακριβής.