Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Να σου κι ο Κουρδουκέφαλος με το φουσάτο του· γιόμισαν οι ράχες· μπροστά τα κανόνια, πίσω ιππικόν του. — Δος μου το σπίτι να μη χυθή άδικα αίμα· μου ξαναλέγει. — Έλα ναν το πάρης τ' απαντώ, μολών λαβέ! — έτσι μίλαγαν οι πάποι μου.

Άμα δυναμώσουμε και μεις, θα γυρέψουμε από το Χαγάνο τόπο να καλλιεργήσουμε· κι αν δε μας δώση, τον παίρνουμε με το χέρι μας. Και τότεπού είσαιδε θάρθη ο Θεομίσητος σε μας· θα πάμε μεις γυρεύοντάς τον... Πρώτα όμως να κάτσης να σκεφτής κ' έν' άλλο πράμα. — Τι πράμα ; τον ρώτησε ο Αριστόδημος κυττάζοντάς τον με σβυσμένα μάτια. — Ο Κουρδουκέφαλος θέλει να μας πάρη και το σπίτι.

Εγώ, άφες που το ήξευρα και πριν, μα μου το είπε κ' ένα όνειρο προχθές. Θέλετε ν' ακούσετε; — Βέβαια, θέλουμε· είπαν όλοι μονόγνωμοι. — Είμαστε περίεργοι· επρόσθεσε ο Θεομίσητος χαμογελώντας. — Ακούσατε λοιπόν: Ο Κουρδουκέφαλος έρχεται και μου λέγει: ή τον παρά ή το σπίτι. — Ούτε παρά ούτε σπίτι· τ' απαντώ εγώ αξιοπρεπώς. — Θα σε πολεμήσω! μου λέγει. — Πολέμα! του λέγω.

Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.

Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Τα λόγια σου είνε για μένα όπως στους προγόνους μας της Πυθίας τα λόγια. Λέγε μου να ζήσης. — Το σπίτι μου τώρα είνε περιττό· και το σπίτι και το κλήμα του. Έμειν' έρμο εκεί πάνου και θα χαλάση με τον καιρό. Δεν το δέχεται τάχα ο Κουρδουκέφαλος και να ξόφληση το χρέος; — Τι λες, Ελπίδα! φώναξε ο νέος σφαλώντας ανάλαφρα με τα δάχτυλα του τα χείλη της. Όχι τέτοια θυσία· δεν τη δέχουμαι.

Έπειτα παραίτησε την αξίνα του κ' ήρθε κάτου από την ταράτσα. Ήταν ο Κουρδουκέφαλος ο δανειστής κι ο νοικοκύρης τώρα του μετοχιού. Όταν βγήκε στη δημοπρασία επλειοδότησε και το μετόχι κατακυρώθηκε στ' όνομά του. — Σε κλέβω; εγώ σε κλέβω, κύριε Αριστόδημε! ρώτησε μαλακά τον αρχαιολόγο. Μα το σταυρό μ' αδικείς. — Δε σ' αδικώ καθόλου· με κλέβεις! με κλέβεις! με κλέβεις!.. φώναξε πεισματικά εκείνος.

Τι θα ειπή ; Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα· λέει ο λόγος. Πήρανε λοιπόν τα σύνεργα της δουλειάς και τις φαμίλιες τους κ' έστησαν έρριζα στον τοίχο του σπιτιού τις καλύβες τους, όταν ο Κουρδουκέφαλος έκαμε κατοχή το μετόχι. Ο Δημητράκης συγκινήθηκε σαν είδε την αφοσίωση τους και θέλησε να τους συμβουλέψη;

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν