United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α, εσείς! όλα τα νικάτε· όλα τα προβλέπετε και τα νικάτε! είπε ο Δημητράκης θαμάζοντάς τον. — θα λυπούμαστε πολύ αν δεν ερχόσουνα, του πρόσθεσε η Ελπίδα· εγώ κι ο Δημητράκης ανησυχούσαμε. — Κ' εγώ το ίδιο, κ' εγώ το ίδιο· μα μπορούσα να μην έρθω σε τέτοια χαρά!... Ο Αριστόδημος συγκινήθηκε από την καλοσύνη του. Περίεργο! δεν τόλπιζε νάχη τέτοια αισθήματα αυτός ο βάρβαρος σοφός!

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Ο πρωτότοκος του, ο Αριστόδημος, έδειξε από μιας αρχής πως έμοιαζε του πατέρα του στα όνειρα. Ούτε θέληση ούτε ενθουσιασμός του έλειπε για να συνεχίση το έργο εκεινού. Είχε βέβαια κρίση και μόρφωση αρκετή για να το βλέπη δύσκολο· μα η ψυχή του δεν ήθελε να το παραδεχτή και αδύνατο. Ο δεύτερος, ο Δημητράκης, ήταν ακόμη άγουρος και δεν τον ελογάριαζε κανείς· φαινότανε αψής και ανυπάκουος.

Ρώτα ό,τι θες και θα σ' αποκριθώ. — Ήθελα να μάθω, είπε ο Δημητράκης με δισταγμό· αυτά όλα που κέντησες... — Σε τι βιβλίο τα διάβασες; — Σε βιβλίο! του είπε η κόρη σκάζοντας τα γέλοια. Μα δεν έχεις άδικο. Ο Αριστόδημος θαρρεί πως στο βιβλίο βρίσκονται όλα τα πράματα. — Ναι· έτσι μ' έμαθε. — Μπορεί νάχη δίκιο. Μα εγώ δεν τα διάβασα σε βιβλίο· δεν ξέρω γράμματα. — Δεν ξέρεις γράμματα!

— Κ' είνε απ' τους παλιούς μας αυτά; — Να δε βλέπεις· τα λέει ο Ξενοφώντας, είπε η κόρη βάζοντας μπρος στα μάτια του το χερόγραφο. Ο Δημητράκης έβαλε το κεφάλι στα χέρια του κ' έμεινε σε βύθος για πολλή ώρα. Το τι ένοιωθε δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Μέσα στο κρανίο του κόσμοι χαλιόνταν και κόσμοι ανασταίνονταν με καταπληχτική γοργάδα.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Έστειλε το Γιάνη, να τη ρωτήση τι θα πάρη, «με τη παρέα της». «Από ένα λουκουμάκι και κονιάκ μαζί». — Είχε πια και κονιάκ ο Γιάνης. Πρώτη σαγονιά την πήρε ο γραματικός. Με το δίκιο του βλέπεις. Μόν' ο κυρ Δημητράκης, ο δικολάβος, με το φανελένιο ποκάμισο, με τις διπλές φούντες στο λαιμό, και το σακάκι, το ξεβαμένο, εγύριζε στην καρέκλα του απάνω νεβρικός.

Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον. Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι. Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας καρδίας τωνκατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.