Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!

Ο Δημητράκης γύρισε πεισμωμένος μέσα και βρέθηκε κατάμπροστα στον Αριστόδημο. — Η Ελπίς είνε ; τον ρώτησε ξερά εκείνος. — Ποια Ελπίς, βρε αθεόφοβε; Και τούτη θέλεις να μου την αλλάξης! Η φάτσα σου την έδιωξε από τη μάντρα κ' η λέξη σου από την καρδιά μου. Όχι Ελπίς, Ελπίδα τη λένε· Ελπίδα και πάω να την βρω!

Το να φύγη μακρυά από τον Αριστόδημο του φαινόταν σωτηρία. Όχι πως δεν τον λύπησε η καταστροφή που έκαμε ο αδερφός του στο χτήμα. Την επρόβλεπε όμως και παρακαλούσε νάρθη μια ώρ' αρχήτερα. Όσο γρηγορώτερα η καταστροφή, τόσο γρηγορώτερα έλπιζε και την ανόρθωση. Τη νέα ζωή της γενιάς του τη χώριζε σε δυο εποχές κ' έλεγε να φύγη η πρώτη για νάρθη η δεύτερη.

Ωραία! εξαίσια! εφώναξαν ένας με τον άλλον οι σοφοί. — Αυτά, φίλε μου, δεν είνε λόγια ανθρώπινα· είνε θεία! είπε ο Περαχώρας κυττάζοντας κατάματα τον Αριστόδημο! Είσαι ευτυχής που συγγενεύεις με αυτούς τους θεούς. Έχεις κληρονομιά σου τον πνευματικό κόσμο. Δε σε φτάνει; Α, έχεις άδικο! μεγάλο άδικο, σε βεβαιώνω. Εδώ είναι η αθανασία. Τ' άλλα μωρία και πρόληψη!

Να κολλήσουμε απάνω της σαν τον αγριόγατο στ' άλογο που πηλαλεί. Να τρέξουμε μαζί της, να πηλαλήσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας· κατάλαβες; — Κατάλαβα πως δε σκαμπάζεις ντιπ! — Σκαμπάζεις! ώ! ... έκαμεν ο Περαχώρας, αφίνοντας το μολυβοκόντυλό του και κυττάζοντας τον Αριστόδημο παράξενα. — Τι λέξη βάρβαρη είνε αυτή ; τον ρώτησε ο Γκενεβέζος.

Κ' ηθέλησε να στείλη γρήγορα στον Αριστόδημο, μήπως προφτάση και μποδίση την καταστροφή. Ο δούλος στεκότανε πίσω από τον αφέντη του, έτοιμος να γκρεμοτσακίση και να γκρεμοτσακιστή στην προσταγή του. — Φέρε μου πρώτα το κιάλι· είπε ο Χαγάνος χωρίς να τον ιδή. Είπεξείπε ήρθε το κιάλι στο χέρι του. Το άρμοσε στα μάτια, κύτταξε καλά ζερβόδεξα· το κατέβασε. Θυμός ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του.

— Κ' εγώ λυπούμαι που φεύγω· είπε στον Αριστόδημο, όταν τον αποχαιρέτησε. Μα να έχετε πεποίθηση πως κι' από μακρυά θα παρακολουθώ την αγαπημένη πατρίδα σας. Εκείνο που θα λάβω την τόλμη να σας συστήσωκαι να ξέρετε πως τη σύσταση την κάνει αληθινός φίλος σαςείνε ν' ακούσετε τη μάννα σας και το Δημητράκη. Φροντίστε ν' αγαπήσετε με την Ελπίδα.

Μα το πλατύ του μέτωπο το δέρνουν από μέσα χίλιοι μύριοι στοχασμοί· Μαύρες σκέψες φωλιάζουν στο κρανίο του, σαν καρακάξες στην κουφάλα του ξέρακα. Έχει και τούτος μεγάλη εντολή στον κόσμο. Ίσος είνε στην τύχη με τον Αριστόδημο, αν και δεν είνε στη θέση του. Εκείνος θέλει να πάρη το πατρικό του· τούτος να κρατήση το πατρικοδοσμένο. Μα λίγο λίγο φεύγει από τα χέρια του.

Το ίδιο έκαμε και σε κάτι πεύκα που είχαν τα πουλάκια για κούρνια τους. Εκείνα πήρανε τόσο φόβο μαζί του που αρατίζονταν μόλις άκουαν τη φωνή του. Μα θες από πείσμα θες από αγάπη, δε μπορούσαν να ξεκόψουν κι ολότελα. Πήγαιναν να ζητήσουν τροφή και πόση στον τόπο του Χαγάνου· τα λαλήματα όμως και τα παιγνίδια τους τα είχανε για τον Αριστόδημο.

Τον έφαγαν οι καλαμαράδες! είπε συλλογισμένος. Είχε ιδεί τον Αριστόδημο, ίδιο τον Αριστόδημο να παραστέκη και να προστάζη όλη εκείνη την αργατειά. Φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα στο κεφάλι και χρωματιστά ματογυάλια στη μύτη του. Ήταν ακούρευτος κι αχτένιστος· φορούσε πρόστυχα και μισοτριμμένα ρούχα κ' ένα πουκάμισο αλατζένιο, μαύρο από τον ίδρωτα και τη σκόνη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν