United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίο, αυτή τη φορά έφευγε στ’ αλήθεια και τακτοποίησε όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα: τα αγροτικά εργαλεία στο βάθος, την ψάθα τυλιγμένη στο πλάι, τη χύτρα αναποδογυρισμένη επάνω στη σανίδα, το δεμάτι με τα βούρλα στη γωνία, την εστία σκουπισμένη: όλα σε τάξη, όπως αρμόζει σ’ έναν καλό υπηρέτη που φεύγει και λογαριάζει την καλή γνώμη που θα σχηματίσει ο αντικαταστάτης του.

Είπε, και βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει, 24 και μες στα βούρκα στρώνει, ομπρός στην ψάθα του Πατρόκλου, τον Έχτορα έτσι ανάσκελα. Απέ οι λοιποί τους βγάζουν τα χάλκινα όπλα, κι' έλυσαν τα πολεμόχαρα άτια, κι' ομπρός στο πλοίο κάθησαν του θεϊκού Αχιλέα, σωροί· κι' αφτός τους έκανε νεκρόδειπνο τραπέζι.

Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον, και τα κυλίμια, και η ψάθα και οι μύστακες του μπάρμπα-Διοματάρη, και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλας.

Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα. — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσον υπάκουος.

Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.

Εκείνος έπαψε, αλλά ύστερα συνέχισε: «Γιατί με λέτε ανόητο; Επειδή είμαι καλόκαρδος; Επειδή θέλω να γλεντήσω τα νιάτα μου; Κι εσείς τι κάνετε; Ζωή είναι αυτή, η δική σας; Τη ζωή κάνεις εσύ; Δεν αγαπάς ούτε τη γυναίκα σου την άρρωστη. Κι εσείς, θείε Πιέτρο; Τι ζωή είναι η δική σας; Μαζεύετε χρήματα, όπως τα κουκιά πάνω στην ψάθα, για να τα δώσετε έπειτα στα γουρούνια.

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις του: — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα! — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ. — Τριάντα!

Δεν ήθελε τον παπά: περισσότερο και από τον θάνατο και τη θεία καταδίκη, φοβόταν ν’ αποκαλύψει το μυστικό του. Να, έρχεται και ο ντον Πρέντου, κάθεται κοντά στην ψάθα και αρχίζει τα αστεία.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.