Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.
Κανέν' αμανάτι και ο Τρακοσάρης δεν αφίνει κανένα να χαθή. Κανένα δαχτυλίδι, κανένα σκουλαρίκι, βραχιόλι, κάτι θα βρίσκεται στο σπίτι. Νησιώτικο σπίτι Σα σωθούν και τα χρυσαφικά και τα πετράδια, ο Τρακοσάρης δε σου χαλάει το χατήρι. Κανένα ταψί, καμμιά κατσαρόλα, κάθε γάνωμα με το ζύγι του. Ύστερα στο τέλος δεν έχεις να μαγερέψης, να ντυθής; Πάλε ο Τρακοσάρης.
Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλλίτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψι του εκαλλιτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξί του, κ' έφαε κ' ήπιε καλά στο πανηγύρι. 'Σε λίγον καιρό έγεινε καλά, εδυνάμωσε, κ' έζησε κ' είνε τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις. Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγήνα την γειτόνισσα. — Να, πάρε, κυρά Παναγήνα, τα δύο σβάντικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.
Φθάνοντας η ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα.
Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.
— Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω. — Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.
Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωπο!» έλεγε.
Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώση;» Πάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.
Χρωστάω κ' εγώ, θα με βάλουν φυλακή!» Βρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι' όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι' όλα!» Είπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ' η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν