Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.
Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».
Είχα χαλάσει το ένα σβάντζικο απ' τα δυο που με είχε δανείσει, έκαμα όλα τα έξοδα του ταξειδιού, έφαγα και ήπια καλά, έφερα και δυο μεγάλα κομμάτια τυρί στο σπίτι, καθώς και μισό καρβέλι από μαύρο ψωμί χωριάτικο, έδωσα τα δύο σβάντζικα τα δανεικά, και μου περίσσευσαν και δύο ακόμα σβάντζικα. — Να, πάρ' το, κυρά Λευθέραινα, το ταψί σου, μου λέει η Παναγήνα, αφού επήρε τα δυο σβάντζικα.
Στη στράτα που γυρίζαμε, δεν είχε νυκτώσει ακόμα πολύ, και βλέπω ένα μικρό κομπόδεμα χάμου. Σκύφτω, το μαζεύω, τ' ανοίγω και βλέπω που είχε μέσα τρία σβάντζικα. Η φαμίλια η Πλακιώτικη, που μας είχε φιλέψει το κρασί, μία γυναίκα με τον άνδρα της και με δυο παιδιά, είχαν ξεκινήσει κ' εκείνοι πεζοί ολίγο μπροστά από μας, κ' είχαν προπεράσει ως μία τουφεκιά τόπο.
— Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.
Επήρα τα δυο σβάντζικα, αν και λίγα μου έπεφταν για το ταξείδι που ήθελα να κάμω, άφησα το ταψί μου, κ' είπα κ' ευχαριστώ. Εκινήσαμε με τον άντρα μου, παραμονή της Αναλύψεως, βράδυ-βράδυ. Στο δρόμο ηύραμ' έναν καρροτσέρη, κουμπάρο μιανής συγγένισσάς μου. Τον επερικάλεσα κ' επήρε το Λευθέρη στο κάρρο του, τον πλειότερο δρόμο. Εγώ επήγα με τα πόδια. Ενύχτωνε όταν φτάσαμε στην Καισαριανή.
Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήση! σιδεροκέφαλος! » και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
— Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω. — Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν