United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα· «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είνε, μην τους έπεσε, κ' είνε κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω·Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τι λογής ήτον, και πόσα λεπτά είχε μέσα; Εψάχτηκαν. — Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε... Τότε είπα κ' εγώ, μπορεί νάπεσε καμμιανής που νάχη τον τρόπο της· κισμέτι ήταν ας το κρατήσω.

Γιατί να βάλη τον πειρασμό μέσ' στο σπίτι του; «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι' αυτά τον κάνανε τον παπά ν' αποζητάη την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ' άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξη-εφτά χιλιαδούλες.

Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του. Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της.

Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της.

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος.

Ο παπάς που της διάβασε κάτω στη στράτα το γράμμα τ' άντρα της, που της τόφερε κι αυτής ο ξενητεμμένος μαζί με τ' άλλα των άλλων γυναικών της είπε πως έγραφε, ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά στην Πόλη, πως παιδεύουνταν πολύ, πως μόνο όνειρο είχε σε πολλά, σε λίγα χρόνια να κάμη ένα κομπόδεμα και να γυρίση στην ερημιά του χωριού του για να ζήσουν πια μαζί, ευτυχισμένοι.

Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάςτόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή έξ, το όλον δεκαπέντε.

Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαράτρεις τρομάρες.