United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα, 107 τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες 109 τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα 110 στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.

Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου! — Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα. Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων. Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Κατ' αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα· «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είνε, μην τους έπεσε, κ' είνε κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω·Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τι λογής ήτον, και πόσα λεπτά είχε μέσα; Εψάχτηκαν. — Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε... Τότε είπα κ' εγώ, μπορεί νάπεσε καμμιανής που νάχη τον τρόπο της· κισμέτι ήταν ας το κρατήσω.

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.

Τ' άρεσε τώρα να μένη σ' αυτήν τη θέση και να κλωθογυρίζη στο νου του την ίδια σκέψη. Άρχιζαν να τον τέρπουν τα μελαγχολικά συναισθήματα. Το πείραγμα και τ' αφόρμισμα της πληγής του, του προξενούσε πόνο και σύγκαιρα ευχαρίστηση. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος δυνατός στην πόρτα, σα νάπεσε κορμί τρεχάτο απάνω της. Αμέσως έπειτ' άρχισαν χτυπήματα πεισματικά κι ανυπόμονα.