United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.

Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση.

Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς. Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.

Για δες πόσο βαθειά, ίδια σπαθιά, του σέρνεται στη ράχη η γραμμή! ΓΥΝΑΙΚΑ. Να μετανοιώση γίνεται την τελευταία πια στιγμή; ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Κανένα άρωμα δεν φέρνει τόσο βαθειά την ταραχή στων ανθρώπων την ψυχή, όσο το χώμα έπειτ' από φθινοπωρινή βροχή. 3ος ΘΕΣΣΑΛ. Μέσα στον τάφο ξετυλίγονται φρικτές σαπήλας οπτασίες. . . Έπαρχε κάνε του χάρι, Ήτανε ο Δημήτριος της πόλις το καμάρι.

Θυμάσαι, λέει, που σου είπα πως δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη ζωή έπειτ' από αυτή; Εσύ μ' έκαμες να το πιστεύω. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει ενώ το λέει κ' η φωνή της έχει έναν τόνο οργής που με θλίβει. Το παρατηρεί και για να μ' εξιλεώση πιάνει το χέρι μου, ενώ ξακολουθεί: — Τώρα πιστεύω πως υπάρχει και τώρα γνωρίζω πως μπορεί κανείς ναρχίση να ζη μια τέτοια ζωή εδώ στη γις.

Έπειτ' αυτή η έπαρσις με την οποίαν ωμίλει περί του όπλου του, έκαμνε τον γέροντα να χάνη πάσαν ιδέαν περί της ανδρείας του Παπαθεοδωρακοπούλου.

Άμα έρθη ο καιρός και δυναμώσουμε, εγώ τον γκρεμίζω τον όχτο όπως τον σήκωσα... Δεν κατάλαβες, λέω, μωρ' αδερφέ, του πρόσθεσε μαλακώτερα, πως τα δίκαια είν' ένας λόγος μονάχα!.. Ο Αριστόδημος κατάπιε τη θλίψη του και δεν είπε τίποτα. Ένας λόγος ναι, ένας λόγος· μα κάποτε και σημαντικός!.. . Ο Δημητράκης έπειτ' από τον όχτο έσκαψε πέρα για πέρα την αυλή.

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.

Μετέσχε και ο γέρων Χειμάρρας της εξεγέρσεως εκείνης, όχι διότι είχε καμμίαν δυσαρέσκειαν κατά της βασιλείας του Όθωνος, ούτε χάριν συμφερόντων, αλλ' απλώς υπό φιλοπολέμου ορμής παρασυρθείς, αποστέργων τον απράγμονα βίον του χωρίου, έπειτ' από τας τόσας περιπετείας και τας συγκινήσεις του μεγάλου πολέμου.