Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Είπε, κι' ο Άρης τ' όμορφο της έδωκε ζεβγάρι. Έτσι στ' αμάξι ανέβηκε με την καρδιά κλαμένη, και δίπλα η ανεμόποδη θεά τα πλούσια γέμια 365 παίρνει στα χέρια, και χτυπάει τα δυο φαριά να τρέξουν. Κι' αφτά πετούσαν πρόθυμα. Έτσι σε λίγο φτάνουν στο χιονοσκέπαστο Έλυμπο, στα θεϊκά λημέρια. Εκεί η θεά τα σταματάει, τα λει και τα ξεζέβει, και την αθάνατη ταγή τούς έβαλε να φάνε.

Τότε έτσι εκείνος κοίταξε σωπώντας το παιδί του με θλιβερό χαμόγελο· κι' η όμορφη Αντρομάχη 405 ήρθε κλαμένη, τούπιασε σφιχτά το χέρι κι' είπε «Καημένε, αχ το φιλότιμο θα σ' αφανίσει.

Και όμωςένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χετου δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα.

Σφουγγίζει τα μάτια του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά ταπάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δη; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανή. Εκείνος ως τόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα. Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαεί. Τραπέζι μουσαφίρικο.

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κ' άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια.

Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!

Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στο μέρος που τους είπε, βάλανε χάμου το νεκρό και σώριασαν τα ξύλα 139 ως πόδια ολόγυρα εκατό, και με καρδιά κλαμένη 164 απάνου απάνου απίθωσαν το λείψανο στη στοίβα. 165 Γδέρνουνε τότες στο σωρό μπροστά και συγυρίζουν πλήθος αρνιά πυκνόμαλα και τραχηλάτα βόδια, κι' απ' όλα πήρε ο γλήγορος γιος του Πηλέα πάχος και σκέπασε όλο το νεκρό από κεφάλι ως πόδια, κι' έπειτα γύρω σώριασε τα σκοτωμένα ζώα.

Ένας άνεμος βραδινός πλάγιαζε το χορτάρι πούπαιρνε κάτι γυαλάδες σταχτιοκόκκινες και κερασογάλαζες απ’ τα χρώματα της μαγεμένης σούρπας, της γλυκόθλιβης. Ήταν κλαμένη, η Λιόλια, ξαναμμένη, ξεμαλλιάρα μ' ανθόφυλλα μυγδαλιάς μέσα στα μαλλιά της, και πήγαινε με το κεφάλι σκυφτό, σκεπασμένο με το τριανταφυλλί σαλάκι της, σα νάτον κι αυτή η ίδια ένα από τα κομμένα άνθη, τα μαραμένα και γεμάτα ήσκιο.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν