United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά οι δυο κόρες αυτού του καλού μουσουλμάνου βάλανε μυρωδιές στα γένια του Αγαθούλη, του Παγγλώσση και του Μαρτίνου. Θάχετε, είπε ο Αγαθούλης στον Τούρκο, κανένα μεγάλο και λαμπρό χτήμα. Έχω μονάχα είκοσι στρέμματα, απάντησε ο Τούρκος τα καλλιεργώ με τα παιδιά μου· η δουλειά διώχνει από μας τρία μεγάλα κακά: την ανία, την αμαρτία και τη φτώχεια.

Κ' έτσι έγινε στρατηγός ο Θεοδορίχος αντίς το Θοδορίχο. Ο Θοδορίχος ως τόσο είταν τώρα ως τη Μακεδονία πηγαιμένος. Φοβέριζε μάλιστα και τη Θεσσαλονίκη, κι απάνω στην ανησυχία τους οι Θεσσαλονικιώτες τα βάλανε με τον έπαρχο, πήραν τα κλειδιά της χώρας από τα χέρια του και τάδωσαν του δεσπότη, σημάδι κι αυτό πως σε κάθε ρωμαίικο κέντρο ο λαός δεν έπαιζε σαν δεν μπιστεύουνταν τους αρχηγούς του.

Οι βυζαντινοί ως τόσο πήγαν ακόμα πιο μακρήτερα, και μαζί με τις καμάρες βάλανε στους ναούς τους θόλους και παραθόλους. Το σύστημά τους αυτό πουθενά δε φαίνεται τόσο περίτρανα αποδειγμένο καθώς στο ναό της Αγιάς Σοφιάς, που από του Ιουστινιανού τον καιρό χρησίμεψε πρότυπο για κάθε άλλο ναό.

Μαζεύει τους παλιούς του συντρόφους, και με σώμα από τρακόσους καβαλλάρηδες βγαίνει κι ανταμώνει τους βαρβάρους σε τόπο στενό κι άβολο για μεγάλους στρατούς, και τόσο τους στενοχώρεσε, που το βάλανε στο πόδι κ' οι εφτά χιλιάδες. Γύρισε στην Πόλη ο Βελισάριος με καινούριες κι ακόμα πιο δοξασμένες δάφνες στεφανωμένος.

Προ μικρού είχαν δέσει, μετά το δείπνο, τον δόχτορα Παγγλώσση και τον μαθητή του τον αφελή, τον ένα γιατί μίλησε και τον άλλο γιατί άκουσε με ύφος επιδοκιμαστικό. Και τους δυο τους βάλανε χωριστά μέσα σε κάτι διαμερίσματα υπέροχης δροσερότητος, μέσα στα οποία ποτέ κανείς δεν μπορούσε να ενοχληθή από τον ήλιο.

Κανείς » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.» « Έπεσα τότε ζωντανός » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν. » Στη μέση τους με βάλανε » Οι άπιστοι φονιάδες, » Χιλιάδες 'μπρος καιτα πλευρά, » Και πίσω μου χιλιάδες. » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ, » Και χρήματα μου τάζουν

Δε χάνεται ο κόσμος για ένα γύρο. . . Ας ήν' καλά οι Κύριοι που μας βάλανε στα αίματα. . . Φώναξαν οι δυο φίλοι, καταχαρούμενοι, το γκαρσόνι και πλέρωσε ο Μίμης και βγήκαν έξω όλοι μαζί βιαστικοί, αφήνοντας να προσπεράση η Λιόλια που βαστούσε ένα ροζ σαλάκι στο χέρι και πήγαινε με την τραγιάσκα της την μπλε-μαρέν σαν ονειρεμένη. . . Μόλις κάμανε λίγα βήματα, θυμήθηκαν πως έπρεπε να μασσήσουν και μια στάλα, πριν απ’ το χορό. Τι, με μια πάστα θα με περάσετε ! είπε ο χοντρέλης γελώντας. Θες να φας τίποτα, Λιόλια, ρώτησε ο Νίκος.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Κι' οι φημισμένοι κράχτες τα βάλανε όλα των θεών τα ορκιστήρια αντάμα, και το κρασί ανακάτωσαν μες στο λαμπρό κροντήρι, κι' έχυσαν να χεροπλυθούν νερό των βασιλιάδων. 270 Και σέρνοντας τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη, τρίχες αρχίζει απ' των αρνιών να κόβει τα κεφάλια.

Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος. Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε. — Παναγιά μου! Τι είναι τούτο; Άνθρωπος;... φώναξε το παιδί. — Αμ' τι ήθελες νάναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.