United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Και έγεινεν άφαντος ο κυρ Στρατής, καταγινόμενος όλην την ημέραν εις την παρασκευήν του Χριστουγεννιάτικου δείπνου. Το έπλυνε μόνος τουήτο άγαμος ο δυστυχήςτο εσπόγγισε καλά, το έθεσεν εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Εσταύρωσε τα ποδαράκια του, και το εποίκιλε με παντοία καρυκεύματα της οψοποιίας, το λευκόν, το παχουλόν, το τρυφερόν, ως εκ γάλακτος, χοιρίδιον.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψηόταν ήτανετα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε: Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!

Ήσυχη και γλυκειά σαν το καλοκαίρι, με το μαλακό της το χαμογέλοιο, με τα μικρά της τα ποδαράκια, πήγαινε κ' έρχουνταν η Λέλα μέσα στο σπίτι. Έτρεχε απάνω στο Σταβροδρόμι με την Ελένη, έκαμνε βίζιτες με την Ελένη, τη συντρόφεβε παντού, έπαιζε πιάνο μαζί της, μελετούσε μαζί της, μιλούσε, χωράτεβε, σα να μην ήξερε τίποτις.

Τα μάτια του λάμπανε από χαρά και, ανάμεσα στάλλα παιδιά, περπατούσε τόσο τεντωμένος και αλύγιστος, που θάλεγες πως το είχε περηφάνεια πως ήτανε τόσο διαφορετικός και τόσο ξεχωριστός από τάλλα τα παιδιά. Περπατούσε πάντα μοναχός, φουσκωμένος σαν γάλος, με το κεφάλι ψηλά και πατούσε στερεά το χώμα με τα δυο αδύνατα ποδαράκια του.

Κ' εκτύπησε τον ξύλινον πόδα του κραταιώς επί του πατώματος, ως να εκτυπούσε την κεφαλήν του, διότι δεν το είπεν αυτό, όταν έπρεπε. Με τα δύο καλαμοειδή χεράκια του και τα δύο σκολιά ποδαράκια του, ο Μιστόκλης ο Κοντούλης κατεγίνετο εν χαρά, τόσας ημέρας τώρα, με το νέον του επάγγελμα, όπερ ανέλαβε με χρυσάς ελπίδας, ωσάν κάθε νέος επαγγελματίας.

Αλλ' η εργασία αύτη ήτο λίαν επαχθής· και μετ' ολίγα έτη ελάξευσε μεν ο ευτραφής Μιστόκλης τον απορρώγα βράχον, πλατείας ισοπεδώσας και πεζούλια υψώσας και δεξαμενάς γλύψας διά το βρόχινον ύδωρ, αλλά συγχρόνως, χωρίς να το εννοήση, ελάξευσε και το τρυφερόν σώμα του, καταντήσας με δύο καλαμοειδή χεράκια και δύο σκολιά ασθενή ποδαράκια και μίαν άκρεων πλατίτσαν.

Πάντα χαράμματα είναι για τις χορεύτρες νύμφες που ο Corot άφησ' ελεύθερες ανάμεσα στις ασημένιες λεύκες της Γαλλίας. Σ' αιώνια χαραυγή κουνιώνται κείνες οι λεπτούτσικες διάφανες μορφές, που τάσπρα τρεμουλιαστά ποδαράκια τους φαίνονται σαν να μην αγγίζουν το δροσοποτισμένο χορτάρι που πατούνε.