United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη.

Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες. — Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω. Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.

Ο γέρω-Αρνάκιας, κουκουλωμένος με την καπίτσαν του εις τον Άγιον Ιωάννην σ' το Κάστρο, όπου έβοσκε τ' αρνάκια του, επανειλημμένως έκαμνε τον σταυρόν του: — Άι Γιάννη μ' τι πράμα νάνε αυτό! τι πράμα νάνε αυτό, Άι Γιάννη μ'! Και έβλεπεν ακίνητος, τρέμων από του φόβου: Υψηλόσωμος άνθρωπος, κουλουριασμένος τοξοειδώς, εις το χείλος αποτόμου σκοπέλου, έκλινε προς το κύμα, ως να έπλυνε τους πόδας του.

Επί δέκα έτη διετέλει εις τοιαύτην κατάστασιν, κατά το ενδέκατον δε έτος τω εκομίσθη χρησμός εκ της πόλεως Βουτούς αναγγέλλων αυτώ ότι ο χρόνος της τιμωρίας του παρήλθε και ότι θα ανέκτα την όρασιν εάν έπλυνε τους οφθαλμούς του με το ούρος γυναικός τον άνδρα της μόνον γινωσκούσης και μη λαβούσης πείραν ετέρου ανδρός.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Περιμένοντας να περάσει η ώρα σήκωσε το κουφάρι, που ήταν ξερακιανό και ελαφρύ σαν εκείνο μικρού παιδιού, το έπλυνε, το έντυσε, μιλώντας του χαμηλόφωνα, ανάμεσα στις προσευχές της, για να του διηγηθεί πώς έγινε η γαμήλια τελετή, πως η Νοέμι έκλαιγε την ώρα που έμπαινε στο καινούργιο, το πλούσιο σπίτι τηςέκλαιγε από ευτυχία, εννοείταιπως το σπίτι ήταν γεμάτο δώρα, πως ο κόσμος τους έραινε με ρύζι και λουλούδια μέχρι μέσα στην αυλή των νεόνυμφων, για να τους ευχηθεί καλή τύχη, πως όλοι, με λίγα λόγια, ήταν ευχαριστημένοι. «Κι εσύ έκανες τέτοιο πράγμα… να φύγεις έτσι, στα κρυφά… χωρίς να πεις τίποτα… σαν την άλλη φορά… Α, Έφις, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό… σήμερα, σήμερα ακριβώς!...»

Αφού δε ενόμισεν αρκετήν αυτήν την προπαρασκευήν, με ωδήγησε περί το μεσονύκτιον εις τον Τίγρητα ποταμόν, όπου με έπλυνε, με εσπόγγισε, με εξήγνισε, όπως εξαγνίζουν τους νεκρούς, με δαδιά και σκυλοκρόμμυδον και άλλα διάφορα.

Θελήσας να μιμηθή την παιγνιώδη ευστροφίαν και την ταχύτητα με την οποίαν ο Σμυρνιός έπλυνε τους ναργιλέδες, έσπασε δύο εκ των πέντε τους οποίους είχε το κατάστημα. Αλλ' ο Μπαρμπαρέζος, προλαμβάνων πάσαν τυχόν δυσοίωνον εξήγησιν, εφώναξε «γούρικαι εζήτησε νέον καφέν.

Μόλις είδε πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνη πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα καλά καλά το έπλυνε• έπειτα από το δώμα, το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της: «Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζω εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.