United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΟΓ. Ταύτην γαρ και μεμάθηκα. ΑΝΑΤ. Ώρσε κι άλλο!!! εγώ λέω. γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, εκείνο με λέει μεμανάτηκα πανάτηκααν μπορής κατάλαβε πγια. ΧΙΟΣ. Καλέ, ίντα θα κάμουμεν τώρη; εν καθούμεστεν πλια; ΑΛΒ. Πώς να το κάνης αδαλέτι μαζή ορέ. ΑΝΑΤ. Ναι, ούλοι σ' ένα σουφρά να κάτζουμαι τζάνουμ. ΑΛΒ. Χα, χα, χα, καλό είναι έτζι, ορέ. ΚΥΠ. Σα θα κάτζουσιν ούλοι τούτοι να φάσιν τρώω κ' εώ.

Τα άλλα θα μου τα πης κατόπιν καθένα με τη σειρά του και στην ώρα του. Αλλά να μη λησμονής Σόλων, ότι μιλάς σ' ένα βάρβαρον• εννοώ δηλαδή να μη μου λες μπλεγμένα και πολλά, διότι φοβούμαι ότι όσο να καταλάβω τα ύστερα θα λησμονώ τα πρώτα.

Κι' άντα τζωπαίνεις, άτυχος, κι άντα μιλάς Κι' άντα δακρύζεις, άχαρος, κι' άντα γελάς. Στο κάτζημό σου ανάποδος, και στο φαγή. Στα μέτωρά σου άτζαλος, και στην οργή. Και η φρονιμάδα σου άτοπη, χωρίς καιρό. Κι' η τρελαμάδα σου άπρεπη, με το σωρό. Δε μνήσκεις αψηγάδιαστος καμμιάς λογής. Σε όλα σου ανάλατος, κοντολογής. Πώς είσαι αφύσκος, φίλε μου, Δεν τ' αναιρώ, Ως πράμμα αναντιλόγητο, και φανερό.

Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος. — Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης; — Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος. — Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας. — Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Να μιλάς καλά, και λόγους να μη λες ποτέ κακούς για τους άνδρες τούτους, πούχουν νου και γνώσι και σοφία. Γιατί από οικονομία δεν κουράσθηκαν ποτέ τους, ή με μύρα ν' αλειφθούνε, ούτε πήγανε ως τώρα στο λουτρό για να πλυθούνε. Λέγε μου, σαν τι νομίζεις πως είναι τούτο που κρατώ; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Πουλερικό . ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ

Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτασκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.

Το ένα κυττάζει το άλλο• αλλ' οποίος έχει δη τον Φείδωνα τον πατέρα της και ξέρει τα μούτρα του, ξέρει και την κόρη του. ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Πόσην ώραν θα σε ακούω, Μύρτιον, να φλυαρής και να μου μιλάς για κορίτσια και γάμους με κόρες ναυκλήρων; Εγώ απ' αυτά δεν έχω είδησιν, ούτε ξέρω αν ο Φείδων από τον δήμον Αλωπεκήςδιότι, υποθέτω, αυτόν εννοείςέχει θυγατέρα εις ηλικίαν γάμου.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Α' ΓΡΑΥΣ Δεν είνε δα το γήρας μου που λύπη θα σου κάνη; Α' ΓΡΑΥΣ Τι μου μιλάς; ΝΕΑΝΙΣ γιατί και συ στο παραθύρι σκύφτεις; Α' ΓΡΑΥΣ Εγώ; μονάχη τραγουδώ στον Επιγένη τον καλόν, που περιμένω νάρθη εδώ. ΝΕΑΝΙΣ Ποιόν άλλο θάχης εραστή του λόγου σου και φίλο, που να σου πρέπη, παρ' αυτόν το Γέρο τον ψωρίλο; ΝΕΑΝΙΣ Δεν έρχετ' εδώ πέρα για σε, γρηά χολέρα! Α' ΓΡΑΥΣ Τώρα θα ιδής, χτικιάρα, συ!