United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άντα τζωπαίνεις, άτυχος, κι άντα μιλάς Κι' άντα δακρύζεις, άχαρος, κι' άντα γελάς. Στο κάτζημό σου ανάποδος, και στο φαγή. Στα μέτωρά σου άτζαλος, και στην οργή. Και η φρονιμάδα σου άτοπη, χωρίς καιρό. Κι' η τρελαμάδα σου άπρεπη, με το σωρό. Δε μνήσκεις αψηγάδιαστος καμμιάς λογής. Σε όλα σου ανάλατος, κοντολογής. Πώς είσαι αφύσκος, φίλε μου, Δεν τ' αναιρώ, Ως πράμμα αναντιλόγητο, και φανερό.

Αυτή ανταμώνει εις την ωραιότητα ένα πνεύμα τόσον νόστιμον και επιτήδειον, αυτή ηξεύρει διάφορες γλώσσες· ομοίως ακόμη την αριθμητικήν, γεωγραφίαν, φιλοσοφίαν, μαθηματικήν, τους νόμους και κοντολογής όλες τες επιστήμες· μα η ωραιότης της και η μάθησίς της μένουν εις τα σκότη, από μίαν σκληροκάρδιον απανθρωπότητα που έχει χωρίς παράδειγμα.

Αυθέντη, εξαναείπεν ο Κουλούφ, κοντολογής είναι τόσον ωραία που σχεδόν ο πλέον περίφημος ζωγράφος ημπορεί να αμφιβάλη διά να την παρομοιάση με το κονδύλι· ω, τούτο είναι παρά πολύ, του είπεν ο Βασιλεύς· εσύ με κάνεις να μου έλθη επιθυμία διά να την ιδώ, και θέλω χωρίς άλλο τούτην την νύκτα να έλθω μαζί σου, οπόταν έχη να πας.

Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω.

Μα πώς θέλεις κάμει, της είπεν ο Βασιλεύς. Εγώ ηξεύρω, απεκρίθη η βάγια, πολλές ιστορίες, και παραδείγματα πολλά περίεργα, των οποίων οι διήγησες, δουλεύοντας εις διασκέδασιν της βασιλοπούλας, ημπορούν εις τον ίδιον καιρόν να της εξαλείψουν από την φαντασίαν την πλάνην, που διά τους άνδρας αδίκως την κυριεύει, και με μόνον τρία ιστορικά παραδείγματα που θα της διηγηθώ, ελπίζω να την κάμω να γνωρίση το σφάλμα της, και να γνωρίση πως εστάθηκαν άνδρες πολλά πιστοί, σταθεροί και ευχάριστοι προς τας γυναίκας και τες αγαπητικιές των· και χωρίς αμφιβολίαν εγώ ελπίζω να την κάμω με εύμορφον τρόπον, να πιστεύση ότι και την σήμερον ευρίσκονται πολλοί παρόμοιοι· και κοντολογής άφησε εμένα, ω βασιλέα μου να κάμω εκείνο που ηξεύρω, και στάσου αναπαυμένος και ήσυχος, και θέλεις απολαύσει το ποθούμενον.

Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί. Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα. Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη.

Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου. Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε. — Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά!

Δεν έλειψαν να τύχουν υποκείμενα άξια που να με γυρέψουν εις υπανδρείαν και ήθελαν είνε πολλοί χρόνοι που θα ήμουν υπανδρευμένη, αν ο πατέρας μου δεν ήθελεν έχει την σκληρότητα να τους αρνηθή ολωνών εκείνων που με εγύρεψαν διά να υπανδρευθώ· εις τον ένα έλεγε πως είμαι στεγνή ωσάν ένα ξύλον· εις άλλον πως είμαι υδρωπική· εις άλλους κουτσή και κρατημένη, και εις άλλους τρελλή και ότι έχω λέπραν, και είμαι πάντα άρρωστη· κοντολογής με παρασταίνει διά ένα πλάσμα ανάξιον της ανθρωπίνης ενώσεως, και μου έβγαλεν όνομα πως είμαι μία ασχημοτάτη, που παρόμοια εις τον κόσμον δεν είναι, και κανείς πλέον δεν με ζητεί· όθεν είμαι καταδικασμένη εις μίαν παντοτεινήν σωφροσύνην χωρίς την θέλησίν μου.

Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της φύσεως.

Ο Κατής εις τούτα και εις την θεωρίαν της ωραιότητος εκείνης έμεινε σκοτισμένος· μα την θυσίαν του βουνού της Μέκκας, εφώναξεν, εγώ δεν βλέπω εις εσέ κανένα ελάττωμα· το μέτωπόν σου ομοιάζει μία πλάκα ασήμι· τα φρύδια σου δύο δοξάρια, τα μάγουλά σου δύο τριαντάφυλλα, τα μάτιά σου δύο διαμάντια και κοντολογής είσαι μία Θεά.