United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν δεν είχαν κρεμάσει τον Παγγλώσση, είπεν ο Αγαθούλης, θα μας έδινε καλή συμβουλή σ' αυτή μας την απόγνωση, γιατί τανε μέγας φιλόσοφος. Τώρα που λείπει, ας συμβουλευτούμε τη γριά. Ήτανε πολύ μυαλωμένη κι άρχισε να λέγη τη γνώμη της, όταν μια άλλη θύρα ανοίγει. Ήτανε μια μετά τα μεσάνυχτα, άρχιζε η Κυριακή. Αυτή η μέρα ανήκε στο σεβασμιώτατο Ιεροξεταστή.

Οι δε Αθηναίοι ενόμιζαν ότι όλη αυτή η προετοιμασία γίνεται εναντίον των διά το συμβάν του Μαραθώνος και, επειδή εμάνθαναν ότι ο Άθως κόπτεται διά διώρυγος και ότι ο Ελλήσποντος ενώνεται διά γεφύρας και ότι είναι μέγας ο στόλος, ενόμισαν ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς σωτηρία ούτε κατά ξηράν ούτε κατά θάλασσαν.

Και ο μέγας καραβόσκυλος, ο Τσούρμος, τρέχων και αυτός όσον του επέτρεπεν η άκρα έντασις της αλύσεώς του, εγαύγιζε μανιωδώς προπέμπων το πλοίον, εφ' ου εντός της ημέρας έμελλε να μεταφερθή.

Ο Διονύσιος λοιπόν μαθών ότι εμπαίζεται, εφρόντισε διά πολλής δαπάνης ν' αγοράση την πλάκα εις την οποίαν ο Αισχύλος έγραφε, νομίζων ότι ούτω θα εγίνετο και αυτός μέγας ποιητής• αλλ' όμως έγραφε πολύ γελοιωδέστερα πράγματα εις την πλάκα εκείνην, όπως λόγου χάριν το εξής• «Ήλθεν, η Δωρίδιον η γυναίκα του Διονυσίου»• και τούτο• «Αλλοίμονον, πόσον χρησίμην γυναίκα απώλεσα». Από την πλάκα του Αισχύλου εξήλθε και το ακόλουθον «Αυτοί εαυτούς εμπαίζουν οι μωροί θνητοί».

Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200

ΛΗΡ Στάσου, Να το σκουπίσω πρόσμενε. Μυρίζει ανθρωπίλαν. ΓΛΟΣΤ. Ελεεινή καταστροφή! Κι' ο μέγας τούτος κόσμος θα καταντήσητο μηδέν επίσης! — Με γνωρίζεις; ΛΗΡ. Τα ενθυμούμαι τα 'μάτια σου. Τι με αλλοιθωρίζεις; Ό,τι θέλεις κάμε, τυφλέ Έρωτα, δεν με πιάνεις! Δεν ερωτεύομαι εγώ! — Διάβασε αυτά εδώ. Κύτταξε πώς το έγραφα. Είναι πρόσκλησις εις μονομαχίαν.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Μέγας θεός είνε ο Έρως και θαυμαστός εις τε τους ανθρώπους και εις τους θεούς και δι' άλλους μεν πολλούς λόγους, αλλά προ παντός κατά την γένεσιν· διότι είνε ο πρεσβύτατος των θεών, και τούτο είνε πολλής τιμής άξιον.

Όταν λοιπόν έβλεπα κανένα έξυπνον του διηγούμην απλώς, όπως προς σε, όσα συνέβησαν• διά δε τους ηλιθίους και τους χαζούς έπλαττα μύθους, έλεγα λόγου χάριν εις αυτούς ότι άμα ήναψαν την πυράν και ερρίφθη εις αυτήν ο Πρωτεύς, έγινε πρώτον μέγας σεισμός και ήλθεν εκ των εγκάτων της γης βοή μεγάλη, έπειτα εκ του μέσου των φλογών επέταξε γυψ και διηυθύνθη προς τον ουρανόν, φωνάζων με ανθρωπίνην φωνήν• «Αφήκα την γην και αναβαίνω εις τον Όλυμπον». Οι ακούοντες κατελαμβάνοντο υπό φόβου και τρέμοντες εψιθύριζον προσευχάς, με ηρώτων δε ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθησεν ο γυψ, προς ανατολάς ή προς δυσμάς, και εγώ εις απάντησιν έλεγα ό,τι μου επήρχετο εις την κεφαλήν.

Ο Χίλων όμως δεν ηδύνατο να τω αναγγείλη πολλά πράγματα άξια λόγου. Του είπε μόνον ότι έμαθε παρά των χριστιανών ότι είς μέγας νομοθέτης, κάποιος Παύλος Ταρσεύς, ευρίσκεται εις Ρώμην, φυλακισμένος συνεπεία καταγγελίας γενομένης υπό των Ιουδαίων, και απεφάσισε να τον γνωρίση.